Μεταξὺ τούτων λοιπὸν κατέταξε καὶ τὸν διδάσκαλόν του. Διὰ τοῦ τρόπου δὲ τούτου ἀνεκήρυξε μὲν αὐτὸν σοφόν, ἀλλὰ δὲν ἐθεώρησεν αὐτὸν ἄξιον τοῦ παραδείσου, ἀποδοὺς αὐτῷ ἁμάρτημα, εἰς ὃ ἴσως δὲν περιέπεσε, καὶ δι’ ὃ ὁ ἴδιος ἔγραφε ζῶν
Deh come son periti quei che contra natura brigan con tal lussura!
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΟΜΦΕΡΑΤΟΣ
Ὁ κ. Γ* ὑπεισέρχεται σχεδὸν ἀπρόσκλητος εἰς παρατιθέμενον γεῦμα, τρίβων τὰς χεῖρας καὶ ὀξύνων τοὺς ὀδόντας.
— Καὶ παραδέχεσαι λοιπὸν καὶ σύ, λέγει εἰς τὸν γείτονά του, ὅτι εἶνε γρουσουζιὰ νὰ καθήσουν 13 εἰς τὸ τραπέζι;
— Βεβαιότατα! ὅταν ἔχουν μαγειρεύσει μόνον διὰ 12.
Μεταξὺ ἁβρῶν δεσποινίδων τοῦ συρμοῦ. Ἡ συζήτησις περὶ καλλωπισμοῦ καὶ χρωμάτων.
— Ἐγὼ προτιμῶ τὸ κυανοῦν.
— Ἐγὼ τὸ τριανταφυλλί.
— Ἐγὼ τὸ πράσινον.
— Ἐγὼ τὸ μαῦρο. Μοῦ ἐμπνέει εὐαρέστους ἰδέας…
— Πῶς, εὐαρέστους;
— Μάλιστα· μοῦ φαίνεται. πῶς εἶμαι… χήρα.