Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 240.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
240


«Μὲ πόση ὑπομονὴ ’ποῦ θὰ ὑπομένω
Κάθε σου τρέλλα, κάθε ἰδιοτροπία σου·
Καὶ χώρια σου ἂν μοῦ στρόνῃς θὰ πηγαίνω
Νὰ πέφτω μοναχὸς πρὸς ἡσυχία σου·
Κι’ ὅσο γι’ αὐτό, σ’ τὸ λέω, θὰ μαρτυρεύομαι,
Χωρὶς ὅμως γιὰ σὲ καὶ νὰ ὑποπτεύωμαι.»

«’Στὸ νευρικό σου, ἂν ὀργισθῇς μαζῆ μου,
’Σὰν γάτα θὰ μαζεύωμαι ’μπροστά σου·
Μ’ ὅση νὰ κρύφτω ζήλια ’ς τὴν ψυχή μου
Θὰ λέω πῶς σφάλλω ἐγὼ ’ςτὰ σφάλματά σου·
Κι’ ἂν μ’ ἀδικῇς ἀκόμη, ὤ, πίστεψέ μου το,
Φταίω ’γώ, θὲ νὰ σοῦ λέω, συχώρεσέ μου το!»

«Ἄχ, τί χαραῖς, ψυχή μου, ἂν ’γκαστρωθῇς,
Καὶ τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα θὰ σοῦ φέρνω,
Ὡς ’ποῦ νὰ μοῦ καλολευθερωθῇς
Θὰ ἰδῇς ’σὰν παλαβὸς νὰ παραδέρνω
Γιὰ μυρωδιαῖς, γιὰ ὅ,τι ἐπιθυμᾷς,
Καὶ σὺ ἃς μὲ φτῇς, ἂς κλαῖς κι’ ἂς βλασφημᾶς!»

«Κι’ ἂν ἴσως τὰ μικρά μας δὲν μ’ ὁμοιάζουνε
Παράπονο δὲν θαὔγῃ ἀπ’ τὰ χειλάκια μου·
Δὲν ’μοιάζω ἐγὼ μὲ κάποιους ’ποῦ γκρινιάζουνε…
Ἂς γένουν ὅπως γένουν τὰ παιδάκια μου.
Πές μου, πλὴν θέλω δίκαιη νὰ φανῇς;
Μὲ τόση πίστι ἀγάπησε κανείς;»

«Ἔλα μου, ὡραία καὶ ἁγνὴ περιστεροῦλα,
Ἑνώσου πλειὰ μὲ τὸν περίστερό σου·
Καὶ παρελθὸν καὶ μέλλον κι’ ὅλα κι’ οὖλα
Θὰ σ’ τ’ ἀγαπῶ ’σὰν τίμιος σύζυγός σου.
’Δάκρυσα, ἰδές! Ὤ, μέλια! καὶ ὤ φαρμάκια!…
Ἄχ σ’ ἀγαπῶ, ἀποθνήσκω!…»

Ἐκείνη; — Ἄ, Κερατάκια!