Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 179.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
179

Ο γερων κυριοσ ἐμβρόντητος. — Καὶ ἡ κυρία Παλινούδη λοιπόν…

Η πολυσαρκοσ κυρια μειδιῶσα. — Φαίνεται ὅτι τὴν ηὗρεν ἐπὶ τέλους τὴν εὐκαιρίαν, ἀλλ’ ἔπεσεν εἰς κακὰ χέρια καὶ θὰ αἰσθανθῶ κρυφὴν χαρὰν ἂν περάσῃ εἰς τὰ χέρια τοῦ Βασάλου, ὅστις τὴν ἠγάπα ἐμμανῶς πρὸ τριῶν ἐτῶν.

Ο γερων κυριοσ στρεφόμενος κρυφίως καὶ βλέπων τὴν κυρίαν Παλινούδη συνομιλοῦσαν μετὰ τοῦ Βασάλου. — Ἔχω τὴν ἰδέαν ὅτι περνᾷ, διότι πολὺ τὸν γλυκοκυττάζει.

Η πολυσαρκος κυρια, ἥτις παρετήρησε καὶ αὕτη. — Δὲν πιστεύω… Τὸ γλυκοκύτταγμα δὲν εἶνε τεκμήριον πάντοτε.

Ο γερων κυριοσ. — Κυτᾶξτε ὅμως πῶς γελᾷ....

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Διὰ νὰ τὸν γελάσῃ… Διότι αὐτὸς ὁ ἀνόητος ἔχει τὴν βλακείαν νὰ πιστεύῃ ἀκραδάντως εἰς τὴν ἀρετήν της.... Ὤ, βεβαίως θὰ τὸν γελάσῃ… τὸ βλέπω ἀπὸ τὴν στάσιν τοῦ Βασάλου.... Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ τὴν ἐπιτηδειότητα νὰ τὴν σαγηνεύσῃ ἐπὶ τέλους, αὐτὰς τὰς ἡμέρας θὰ τὴν κατακτήσῃ ὁ ἄλλος.

Ο γερων κυριοσ. — Μὰ διατὶ ἐνδιαφέρεσθε τόσον πολὺ διὰ τὸν Βάσαλον;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Διότι σιχαίνομαι τὸν Μεντζιφόλαν καὶ θυμόνω ὅταν τοιοῦτοι ἄνθρωποι κατορθώνουν τὰ πάντα μὲ μερικαὶς ἀνόηταις ἀπὸ ἡμᾶς. Ἰδίως ὅμως ἐνδιαφέρομαι διὰ τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ φύλου μου.

Ο γερων κυριοσ. — Ἡ ἐπιθυμία σας ἐκτελεῖται κατ’ εὐχήν, κυτᾶξτε πῶς ἀπεχωρίσθησαν· μόνον ποῦ δὲν τὸν ἐφίλησεν ἡ κυρία Παλινούδη.

Η πολυσαρκοσ κυρια γελῶσα … Τί ἄπειροι ποῦ εἷσθε σεῖς οἱ ἄνδρες ὅσον καὶ ἂν γεράσητε! Εἶμαι βεβαία ὅτι τὸν ἔπεισε περὶ τῆς ἀρετῆς της. Ἀλλὰ δὲν ἐννοῶ νὰ χάσω οὔτε μίαν στιγμήν, καὶ θὰ κάμω τὸν κόσμον ἄνω κάτω διὰ νὰ πεισθῇ ἐπὶ τέλους ὁ Βάσαλος ὅτι δὲν εἶνε καὶ τόσον βράχος ἡ κυρία Παλινούδη του.

Καὶ ἡ Πολύσαρκος Κυρία ἐγκαταλιμπάνουσα τὸν Γέροντα Κύριον εἰσῆλθε ταχέως εἰς ἀτραπὸν ὑπὸ ροδοδαφνῶν ἐπεσκιασμένην, καὶ γοργῷ ποδὶ ἔλαβε τὴν ἄγουσαν πρὸς τὴν σκιάδα, ὅπου συνήντησε μυσπολοῦσαν προηγουμένως τὴν κυρίαν Παλινούδη.

Ἔξω τοῦ ἑστιατορίου ἵστατο ἀνήσυχος ὁ Μεντζιφόλας ὡσεὶ ἀναζητῶν τινα. Ἔβλεπε κύκλῳ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀνησυχία του ηὔξανε καταπληκτικῶς. Αἴφνης διακρίνει μακρόθεν τὸν Βάσαλον καὶ τρέχει ἀσθμαίνων πρὸς αὐτόν.

Βασαλοσ μειδιῶν. — Αἴ, εἶδες τὴν σκιάδα;

Μεντζιφολασ περιχαρής. — Εἶνε λαμπρά, δὲν θὰ μᾶς ἀνησυχήσῃ