Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 133.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
133

«Συχώρεσέ μου, ἔλεγε κλαίουσα. Ὁ πόνος μ’ ἐφαρμάκεψε, μ’ ἔκαμε σκληρόκαρδη. Ἔχασα μονήμερα τὸν ἄντρα μου καὶ τὸν πρῶτό μου γιό· τώρα μοῦ πῆρε ὁ θεὸς καὶ τὴν ὑστερνή μου παρηγοριά. Δὲν ἔχω πληὰ νὰ φοβηθῶ τίποτε. Αὐτὸ ἐκέρδησα ἀπὸ τῇς θλίψες: νὰ ἐπιθυμῶ τὸ θάνατο, ποῦ φοβοῦνται οἱ εὐτυχισμένοι. Ἂς γίνη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.» Πικρότατον παράπονον κατὰ τοῦ πλάστου ἐνέκλειον οἱ ἐν ὑποταγῇ προφερόμενοι λόγοι οὗτοι. Ἐκαθήμην ἄναυδος· πᾶσα παρήγορος λέξις θὰ ἦτο χλευασμὸς τῆς βαθείας καὶ ἀληθοῦς ταύτης ὀδύνης. Ἡ σιωπηλή μου συγκίνησις, τὸ εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον μου ἤρκουν εἰς αὐτήν. Μοῦ ἐδείκνυε τὰ ἐνδύματα τοῦ υἱοῦ της. «Αὐτὸ τὸ φορεματάκι τό ’στειλε στὸ Στρατῆ ὁ πατέρας του, σἄν ἦταν μικρὸς ἀκόμη· τοῦ τὸ φόρεσα τὴν ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς, ἦταν σἄν ῥόδο, πιώμορφος ἀπ’ ὅλα τὰ παιδιά. Ἔτρεχε μ’ αὐτὸ στὰ χωράφια καὶ τὸ λέρωσε, κ’ ἐγὼ ἡ ἄπονη τὸν ἔδειρα! ἄχ!»

Αὐτὸ ἐδὼ τὸ ἔῤῥαψα ἐγὼ μὲ τὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ φορέσῃ στὸ ταξεῖδί του. Ἐκαθόμουν στ’ ἀκρογιάλι κ’ ἔβλεπα τὸ καΐκι, ποῦ ἔσκιαζε σιγὰ σιγά, καὶ σἄν δὲν ἐξεχώριζα πιὰ τὸ πρόσωπο, ἐγνώριζα τὸ παιδί μου ἀπὸ τὸ φόρεμά του αὐτό. — ἄχ, ἃς ἦταν ἀκόμη στὴ ξενητιὰ, ἂς ἐζοῦσε ἀκόμη, κι’ ἄς μὴ τὸν ἔβλεπα ποτέ μου!» Ἔλεγεν, ἔλεγεν ἐφαίνετο ἀνακουφιζομένη, ἐνῷ ἡ καρδία μου συνετρίβετο. Πολλαὶ γειτόνισαι προσέφερον εἰς αὐτὴν φιλοξενίαν εἰς τὰς οἰκίας των, ὅπως τὴν ἀπομακρύνωσιν ἀπὸ τὴν θέαν τῶν ἀντικειμένων, τὰ ὁποῖα ἐξῆπτον τὴν ὀδύνην της, ἀλλ’ αὕτη ἐφαίνετο ἐντρυφῶσα εἰς αὐτά· ἐνόμιζεν, ὅτι ὁ νεκρὸς θὰ τῇ παρεπονεῖτο, ἂν ἐγκατελίμπανε τὴν στέγην, ὅπου ἐκεῖνος ἀπέπνευσε τὴν τελευταίαν πνοήν του. Καθ’ ἑκάστην πρωΐαν περιμένω ν’ ἀκούσω τὸν θάνατόν της, τὴν λύτρωσίν της, ἀλλ’ ἡ ταλαίπωρος ζῇ, καὶ θὰ ζήσῃ. Ὁ θάνατος λησμονεῖ ἐκείνους, εἰς τοὺς ὁποίους ἡ παγετώδης πνοή του θὰ ἦτο λυσίπονος δρόσος.

Γ′.

Ἀδύνατον νὰ φαντασθῇς, πόσον ἐνταῦθα εἶνε αἰσθητὴ ἡ προσέγγισις τοῦ Πάσχα· ἀδύνατον νὰ φαντασθῇς, τὴν γλυκύτητα καὶ ἁγιότητα τῶν ἡμερῶν τούτων. Καὶ ἡ μᾶλλον δύσπιστος καρδία παρασύρεται λεληθότως εἰς μαλακὸν ῥεῦμα θρησκευτικοῦ αἰσθήματος.

Εἶνε ἡ Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ὁ ἥλιος μόλις ἀνατείλας φω-