Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 124.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
124

Υπαλληλοσ α′. Τὸ ’πέτυχες· ὅ,τι ἦλθε καὶ μάλιστα οὔτε καφὲ δὲν ἤπιε ἀκόμη.

Υπαλληλοσ β′. Πὲς καὶ τὸ ἄλλο… Τὸ ἔγγραφο δὲν βρέθηκε ἀκόμα, καὶ μὴν τὰ γυρεύῃς.

Υπαλληλοσ γ′. Κρύβε λόγια.

Ο αγνωστοσ. Ἐγὼ ἦλθα μὲ ἀπόφασι νὰ ἴδω τὸν κ. Εἰσαγγελέα.

Υπαλληλοσ α′. (Ἐγειρόμενος). Καὶ ἐγὼ ἐσηκώθηκα μὲ ἀπόφασιν νὰ σὲ βγάλω ἔξω.

Υπαλληλοσ β′. Ξεφορτώσου μας χριστιανέ μου πρωῒ πρωΐ.

Υπαλληλοσ γ′. Ἐδῶ εἶσαι ἀκόμα;

Υπαλληλοσ α′. (Τὸν ὠθεῖ).

Ο αγνωστοσ (Δυνατὰ). Κύριε Εἰσαγγελέα!!…

Εισαγγελευσ (Ἐξερχόμενος ἔξαλλος). Ποιὸς εἶναι, ποιὸς φωνάζει, τί τρέχει;

Οι υπαλληλοι. Αὐτὸς ἐδῶ!

Εισαγγελευσ. Καὶ ποῦ βρίσκεσαι, ἔ;

Ο αγνωστοσ. Θέλω νὰ σᾶς μιλήσω καὶ δὲν μ’ ἀφίνουν! (παρακλητικῶς) νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὸ Θεό!

Εισαγγελευσ. Δὲν σ’ ἀφίνουν λέει! καὶ τί εἶμαι λοιπὸν ἐγὼ ἐδῶ μέσα. Καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ διώχνει ἄνθρωπο ποῦ ζητεῖ τὸν Εἰσαγγελέα;! (Πρὸς τοὺς ὑπαλλήλους) Ἔξω ὅλοι, (Πρὸς τὸν ἄγνωστον) Μέσα σύ!

Εισαγγελευσ. (Κλείων τὴν θύραν) ’Μίλα. Λίγα λόγια καὶ ἀληθινά. Ἂν πῇς πολλὰ σ’ ἔδιωξα, ἂν πῇς ψέμματα σὲ γκρέμισα.

Ο αγνωστοσ. ’Στὴ φυλακὴ.... εἶναι ἕνας κατάδικος.

— Γιὰ τί πρᾶξι;

— Γιὰ φόνο.

— Γιὰ φόνο ἔ;!.. ἄχ φονιάδες, ἄχ, ἀδιόρθωτοι! καὶ ἦλθες βέβαια νὰ μοῦ πῆς πῶς εἶναι μέσα ἄδικα.

— Ὄχι· καταδικάσθηκε δίκαια· μὰ ’στὴ φυλακὴ εἶναι ἄδικα.

— Τί παραμύθια εἶναι αὐτὰ ’ποῦ μοῦ λές;

— Ἄκουσέ με κύριε Εἰσαγγελέα.

— Λέγε γρήγορα, ἔχομε κι’ ἄλλαις δουλειαίς.

— Ὁ κατάδικος δὲν ἤτανε κακὸς ἄνθρωπος· κακὸν τὸν ἔ-