Βροντᾶνε οἱ πύργοι· ὁ βασιλῃᾶς προβαίνει ’ς τὸ λαό του
Μὲ πρόσωπο ’περήφανο, μὲ βῆμα σταθερό·
Φορεῖ χλαμύδα, καὶ τ’ ἀχνὸ στολίζει μέτωπό του
Εἰς τ’ ἄλογό του ὁ βασιλῃᾱς, τ’ ἀράπικο, ἀνεβαίνει·
Πανηγυρίζει σήμερο χαρμόσυνη γηορτή·
Εἶνε γαμπρὸς… τὸ ’κίνησε ’ς τὴν ἐκκλησιὰ ’πηγαίνει·
Φθάνει, πεζεύει ὁ βασιληᾶς ὀμπρὸς ’ς τὴν ἐκκλησία,
Καὶ ’μπαίνει μὲ χτυπόκαρδο ’ς τὴν ἅγια κατοικία·
Τὸ πλῆθος τὸν ἀκολουθεῖ… τὰ ’μάτι’ ἀναζητοῦνε
Καὶ στρέφονται περίεργα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, νὰ ἰδοῦνε,
Τὴν ὄμμορφη, ποῦ ὁ βασιληᾱς θὰ κάμῃ σύντροφό του,
Ποῦ σήμερο βασίλισσα χαρίζει ’ς τὸ λαό του.
Καταμεσῆς ’ς τὴν ἐκκλησιὰ ὑπάρχει στηλιωμένος
Θρόνος ’ψηλός, μ’ ὀλόλευκο σεντόνι σκεπασμένος.
Τὸ πλῆθος ἀνυπόμονο τὴ νύφη περιμένει —
’Σ τὴν ἐκκλησιὰ ἡ βασίλισσα γιατὶ δὲν κατεβαίνει;…
Τὸ χέρι ὑψόνει ὁ βασιληᾶς, τὸ θρόνο ξεσκεπάζει·
Αὐτὸ τ’ ὁλόφωτο, ποῦ βλέπετ’ ἄστρο,
Δὲν μοῦ τὸ ’σβύσατε ’ς τὴν καταχνιά·
— Ξύπνα, βασίλισσα, Ἰνὲς δὲ Κάστρο,
Κύττα, ἡ Λισβόνα σου σὲ προσκυνᾷ!