Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 109.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
109

τὸν εἶχε καταβάλει πλειότερον ἢ ὁλόκληρα ἔτη. Ἅμα ὥς με εἶδε, μοὶ ἐμειδίασε μετὰ προφανοῦς δυσκολίας καὶ τείνων τὴν κατεσκληκυῖαν χεῖρά του πρὸς ἐμέ,

— Σᾶς εὐχαριστῶ, μοὶ εἶπε, σᾶς εὐχαριστῶ διότι δὲν παρείδετε τὴν πρόσκλησίν μου… Δὲν ἔχω ἄλλον γνώριμον ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ ἀπὸ ὑμᾶς καὶ μόνον θὰ ζητήσῃ χάριν ὁ ἐπιθάνατος… Ἰδέτε με, θὰ τὸ ἐννοήσητε καὶ σεῖς, αἱ στιγμαί μου εἶναι ὀλίγαι ἀκόμη… ἐκ τῆς κλίνης αὐτῆς δὲν θὰ ἐγερθῶ πλέον… μόλις δὲ καὶ μετὰ δυσκολίας κρατῶ ἐμαυτὸν εἰς τὴν ζωήν… ὅπως… ὅπως ἰδω ἀκόμη μίαν φορὰν ἐκείνην… Σᾶς ἱκετεύω, ὑπάγετε νὰ τὴν εὕρητε καὶ νὰ τῇ εἴπητε ὅτι ἀποθνήσκω καὶ ὅτι ἐπιθυμῶ ν’ ἀκούσω ἔτι ἅπαξ τὴν φωνήν της, νὰ αἰσθανθῶ τὴν χεῖρά της ἐγγίζουσαν τὴν ἰδικήν μου, νὰ ἰδω τοὺς γλαυκοὺς ὀφθαλμούς της προσηλωμένους διὰ τελευταίαν φορὰν εἰς τοὺς ἰδικούς μου… Εἶναι ἀγαθὴ αὕτη, ἔχει συμπαθῆ τὴν καρδίαν καὶ δὲν θὰ μοὶ ἀρνηθῇ αὐτὴν τὴν χάριν.

Καὶ μὲ φωνὴν ταπεινὴν καὶ διακοπτομένην συνεχῶς μοὶ ἀνέφερε τὸ ὄνομα ἐκείνης καί μοι ὑπέδειξε τὴν κατοικίαν της· ἦτο γνωστὴ κυρία ἐν τῇ σμυρναϊκῇ κοινωνίᾳ, σεβαστὴ τὴν ἡλικίαν καὶ ἔχουσα ὄπισθεν αὐτῆς ὁλόκληρον γενεὰν ἀπὸ υἱοὺς καὶ ἐγγόνους.

Ἐξῆλθον τοῦ δωματίου καὶ ἀντὶ νὰ ἐκτελέσω τὴν αἴτησιν τοῦ Γαλάτη μετέβην πρὸς ζήτησιν ἰατροῦ. Ὅταν δ’ ἐπανῆλθον μετ’ αὐτοῦ, ὁ γέρων οὗ οἱ ὀφθαλμοὶ ἦσαν προσηλωμένοι εἰς τὴν θύραν, ἡμιηγέρθη μετὰ κόπου ἐπὶ τῆς κλίνης του, προέτεινεν ἐν ἀγωνίᾳ τὴν κεφαλήν του καὶ μὲ φωνὴν ὁμοίαν πρὸς γογγυσμόν:

— Δὲν θέλει νὰ ἔλθῃ, μοὶ εἶπεν.

Καὶ ὡς ἐξαντληθεὶς κατέπεσε βιαίως πρὸς τὰ ὀπίσω. Εἶτα δ’ ἐφάνη ὅτι κατέβαλεν ὑπέρτατον ἀγῶνα καὶ τείνας τὴν χεῖρα μοὶ ἔδειξε τὸν σύρτην παρακειμένης τραπέζης. Ἔσυρα αὐτὸν πρὸς τὰ ἔξω καὶ ἐντὸς αὐτοῦ ἀνεῦρον τὸ γνωστὸν τομίδιον τοῦ Βερτέρου καὶ βαρὺν φάκελλον διευθυνόμενον πρὸς ἐκείνην. Δὲν εἶχον δ’ ἔτι λάβει αὐτὸν ἀνὰ χεῖρας καὶ ὁ μετ’ ἐμοῦ φίλος ἰατρὸς μὲ διεβεβαίωσεν ὅτι ὁ γέρων Γαλάτης ἦτο πλέον νεκρός.

Συνώδευσα τὸν Γαλάτην εἰς τὴν τελευταίαν του κατοικίαν καὶ εἶτα, ἐκτελῶν τὴν ὑστάτην αὐτοῦ θέλησιν, μετέβην παρὰ τῇ ὑποδειχθείσῃ μοι κυρίᾳ ὅπως ἐπιδώσω τὸν δι’ αὐτὴν φάκελλον· τῇ διηγήθην τὸν ἀγωνιώδη βίον ἑνὸς λατρευτοῦ της καὶ τὰς λεπτομερείας ἃς μοὶ ἀνεκοίνωσεν οὗτος περὶ τοῦ πάθους, ὅπερ κατέφλεγε τὰ στήθη του, νομίζω δὲ ὅτι καθ’ ὅλην τὴν ἀφή-