Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 108.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
108

νέα καὶ ἀκατανόητα δι’ ἐμὲ συναισθήματα· ἐκεῖ εἰς τὴν ἐξοχὴν ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν δένδρων, μονήρης βυθίζομαι εἰς τὴν ἀνάγνωσίν του καὶ ἔξαλλος φέρομαι εἰς ἄλλον κόσμον, ἐξηντλημένος ὅμως ἐκ τῆς κοπώσεως καὶ μὲ καθύγρους τοὺς ὀφθαλμούς. Καὶ ὡς φρενήρης καταλαμβάνομαι ἐξαίφνης ὑπὸ ὀνειροπολιῶν καὶ ὑπὸ τὴν ἐπήρειαν τοῦ παρελθόντος τὴν βλέπω ἐξαίφνης ἐκεῖ ἔμπροσθεν μου, μὲ ὅλον τὸ σφρῖγος τῆς νεότητος, μὲ ὅλον τὸ κάλλος τῶν εἴκοσιν ἐτῶν της, μὲ ὅλην τὴν ἁγνότητα τῆς καρδίας της καὶ μὲ πλησιάζει μειδιῶσα, μὲ ἐγγίζει ἐλαφρῶς, μὲ λαμβάνει ἐκ τῆς χειρὸς καὶ ψιθυρίζουσα γλυκείας καὶ γοητευτικὰς λέξεις, ἀφίνει πολλάκις τὴν πνοήν της νὰ περιπλανηθῇ ἐπὶ τῆς παρειᾶς μου, καὶ κλίνουσα τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τοῦ στήθους μου μοὶ λέγει μὲ φωνὴν ὁμοίαν πρὸς παράπονον ὅτι μὲ ἀγαπᾷ, ὅτι ἔξαλλος ἐκ τοῦ πάθους δι’ ἐμέ…

Ἀλλὰ δὲν εἶχε προφέρει τὰς τελευταίας ταύτας λέξεις ὁ γέρων Γαλάτης καὶ ἀφήσας βαθεῖαν φωνὴν ὁμοίαν πρὸς κοχλασμὸν βράζοντος ὕδατος ἀνεσκίρτησε βιαίως καὶ καλύψας τοὺς ὀφθαλμοὺς διὰ τῶν χειρῶν ἤρξατο κλαίων ὡς παιδίον. Ἔμεινα ἐνεὸς πρὸ τοῦ νευροπαθοῦς αὐτοῦ πλάσματος, ὅπερ ἐνέκλειε τόσην εὐπάθειαν ἐν ἑαυτῷ ὥστε καθίστατο ἀκουσίως παίγνιον τῶν συναισθημάτων του· ἐζήτησα νὰ καταπραΰνω τὸ φανταστικὸν αὐτοῦ ἄλγος, ἀλλ’ οὗτος ἀντὶ πάσης ἄλλης ἀπαντήσεως ἤγειρεν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν τοὺς ὀφθαλμούς του πρός με καὶ βαθέως ἀναπνέων ἐφαίνετο ὡς νὰ μοὶ ἔλεγεν ὅτι δὲν ἐδύνατο νὰ ὁμιλήσῃ. Εἶτα ὅμως κατέβαλεν ἑαυτὸν καὶ λαμβάνων διὰ βαθείας κινήσεως τὴν χεῖρά μου μοὶ εἶπε μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην.

— Εἶμαι γελοῖος πρὸ τῶν ὀμμάτων σας βεβαίως αὐτὴν τὴν στιγμήν· τὸ ἐννοῶ· ἀλλὰ μήπως πταίω ἐγώ· εἶμαι ἀναμφιβόλως παράφρων μονομανής, ὅπως θέλετε χαρακτηρίσατέ με, ἀλλὰ ἀφήσατέ με νά σας ἐπαναλάβω ἀκόμη μίαν φοράν, ὅτι ἐγὼ ὁ μωρὸς φαινόμενος πολλάκις ἐψυχολόγησα ἐπὶ τοῦ ἑαυτοῦ μου, χωρὶς ὅμως ποτὲ νὰ δυνηθῶ νὰ φθάσω εἰς τὴν λύσιν τοῦ αἰσθήματος ὅπερ μὲ πιέζει, μὲ ἔχει οἰκτρὸν ἕρμαιόν του.

Γ′.

Τὴν πρωίαν τῆς ἐπαύριον μόλις εἶχον ἐγερθῆ καὶ ἔλαβον ἐν ἐπιστόλιον δι’ οὗ ὁ Γαλάτης μὲ προσεκάλει νὰ σπεύσω ὅσον τὸ δυνατὸν ταχύτερον πρὸς αὐτόν. Δὲν ἠδυνάμην ἢ νὰ ὑπακούσω εἰς τὴν πρόσκλησίν του, εἰσελθὼν δ’ εἰς τὸ δωμάτιόν του τὸν εὗρον εἰσέτι ἐπὶ τῆς κλίνης· ἦτο ὠχρότατος καὶ ἐφαίνετο ὅτι μία νὺξ