Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 088.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
88

Μόλις ἔφθασαν ἐκεῖ, δὲν ἔλαβον τὸν κόπον νὰ ἐρευνήσωσι.

Νά την! ἐφώνησε, προλαβών, ὁ γέρων, περίλυπος καὶ ἀγανακτῶν· δεικνύων δὲ αὐτὴν εἰς τοὺς ἄλλους:

— Πλησιάσατε, κύριοι λογιώτατοι, νὰ ἰδῆτε, προσέθηκε μετ’ εἰρωνίας καὶ θριάμβου. Τὰ βλέπετε; Ἄβουλα καὶ οὐδαμῶς τῶν Ἀργείων: Κουκοῦτσι μυαλὸ δὲν ἔχουν οἱ Ἀργεῖοι! Νά, χάλια! Εἶνε νὰ τὸ ὑποφέρῃ κανείς; Τί αἶσχος καὶ τί καταδίκη! Ὁρίστε τόρα καὶ μὴ ἐντρέπεσθε, μὴ κοκκινίζετε, μὴ ἀγανακτῆτε, ἂν μπορῆτε! Δὲν σᾶς τὰ ἔλεγα ἐγώ;

....................................................................................................................................................................................................................................................

....................................................................................................................................................................................................................................................

Φαιδρότης ἀπερίγραπτος καὶ γέλως θορυβώδης, σπασμωδικώτερος δέ καὶ ἐκείνου, ὅστις κατέλαβε τοὺς ἀρχαίους Τιρυνθίους, ὅτε ἀπέτυχον νὰ θύσωσι ταῦρον τῷ Ποσειδῶνι ἀγελαστί, κατὰ τὸν χρησμὸν τοῦ μαντείου, ἅμα τῇ ἀναγνώσει τῆς δυστυχοῦς ἐκείνης ἐπιγραφῆς, ἐκυρίευσε πάντας, πλὴν τοῦ ἀγαθοῦ ἐκείνου γέροντος ὅστις οὐδὲν ἐνόει καὶ εἰς ἄκρον ἐξεπλήττετο πρῶτον, εἶτα δ’ ἐξωργίζετο διὰ τὸ παράδοξον καὶ ἀπροσδόκητον τοῦτο ἀποτέλεσμα τῆς ἐρεύνης αὐτῶν.

Ἡ πολυθρύλητος πέτρα ἦτο λίθος, φαιός, ὀρθογώνιος, ὕψους 0, 84. πλάτους 0, 45. φέρων ἀρχαίαν ἐπιγραφήν, ἐκ στίχων ἑπτά, ἐν Δωρικῇ διαλέκτῳ, κεφαλαίοις δὲ καὶ συναπτοῖς γραμμασι τήνδε·

ΑΒΟΥΛΑΚΑΙ
ΟΔΑΜΟΣΤΩΝ
ΑΡΓΕΙΩΝΤΙΒ.
ΚΛΑΥΔΙΟΝΓΑΙ
ΟΝΦΛΑΟΥΙΑ
ΝΟΝΑΡΕΤΑΣ
ENEKA

Ἤτοι· «Ἁ Βουλὰ καὶ ὁ Δᾶμος τῶν Ἀργείων Τιβ. (Τιβέριον) Κλαύδιον Γάϊον Φλαουϊανόν, ἀρετᾶς ἕνεκα.»

Ἐχάρησαν πάντες ἐπὶ τῷ πολυτίμῳ εὑρήματι τούτῳ τοῦ ἀρχαίου ψηφίσματος τῆς Βουλῆς καὶ τοῦ Δήμου τῶν Ἀργείων, θεσπισθέντος τῷ ἐξόχως τιμηθέντι Ῥωμαίῳ ἐκείνῳ ἕνεκα τῆς ἀρετῆς αὐτοῦ. Ἐγέλασαν δ’ ἐπὶ πολὺ καὶ διὰ τήν, ἐξ ἀμαθείας πηγάσασαν, ἀφελεστάτην περὶ τῶν Ἀργείων πλάνην, σκοτεινοῦ ἄλλοτε καιροῦ. Ηὐχαρίστησαν ἐν τούτοις τῷ ἁγίῳ Πέτρῳ, παρὰ τῷ ἱερῷ τοῦ ὁποίου εὗρεν ἄσυλον τὸ ἀρχαῖον αὐτὸ μνημεῖον, ηὐχαρίστησαν δὲ καὶ τῷ ἀγαθῷ γέροντι, διότι ἐγένετο ἡ ἀφορμὴ τῆς ἀνακαλύψεως