Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 075.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
75

καὶ τόσον ἀπαραίτητος, ὥστε ὁ ἱερώτερος ὅρκος σου θ’ ἀναφέρηται εἰς τὴν διατήρησίν μου.

Προσῆλθε κατόπιν ἡ Ἀκοὴ σοβαρὰ ἐπίσης καὶ ἐπῃρμένη·

— Καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σοῦ εἶμαι ὀλιγώτερον τῆς ἀδελφῆς μου πολύτιμος, εἶπεν. Ὁ λόγος, τὸ τιμαλφέστερον διὰ τὸν ἄνθρωπον χάρισμα, θὰ ἦτο ἄνευ ἐμοῦ σχεδὸν ἀνωφελής· ἄνευ ἐμοῦ θὰ ζῇς ὡς ἀναίσθητος ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλήθους, θὰ σὲ περιβάλλῃ ἄστοργος καὶ θλιβερὰ μόνωσις. Χάρις εἰς ἐμὲ θὰ ἀκούσῃς τὸ ᾆσμα τῆς ἀηδόνος καὶ τὸν ψίθυρον τῆς αὔρας καὶ τὸν φλοῖσβον τῆς θαλάσσης καὶ τὴν ἔνθεον τῆς μουσικῆς ἁρμονίαν. Χάρις εἰς ἐμὲ θὰ γνωρίσῃς τὴν προσφιλῆ φωνὴν τῶν φίλων καὶ τῶν οἰκείων σου. Τὴν ἡδυτάτην ἐξ ὅλων τῶν συγκινήσεων τῆς ζωῆς, τὴν συγκίνησιν ἣν προξενεῖ ἡ λέξις «σὲ ἀγαπῶ» προφερομένη ἀπὸ τρέμοντα χείλη, χάρις εἰς ἐμὲ θὰ τὴν αἰσθανθῆς.

Εἶτα προέβη ἡ Ὄσφρησις, ἰσχνή, νευρική, αἰθερία.

— Εἶμαι ἡ ποιητικωτέρα μεταξὺ ὅλων τῶν ἀδελφῶν μου, εἶπε· τὸ κράτος μου εἶνε περιωρισμένον, ἀλλὰ πόσον εἶνε εὐγενές! ἂν ἔλειπον ἐγώ, τὰ ρόδα καὶ αἱ ἀκαλῆφαι θὰ ἦσαν ἐν ἴσῃ μοίρᾳ εἰς τὸν κόσμον. Τὸ ἁβρὸν ἄρωμα τῶν ἀνθέων, τὴν μεθυστικὴν ὀσμὴν τῶν βαρυτίμων μύρων, τὴν εὐωδίαν ἥτις διαχέεται εἰς τὰς λαμπροστολίστους τῶν φαιδρῶν ἑορτῶν αἰθούσας, τὴν εὔοσμον κνίσσαν, ἣν ἀναδίδουσιν ἐκλεκτὰ ἐδέσματα, ἐγὼ θὰ σὲ κάμω νὰ τ’ ἀπολαύσῃς.

Μετ’ αὐτὴν ἔλαβε τὸν λόγον ἡ Γεῦσις, ἥτις προὐχώρησε μὲ ὄψιν θαλερὰν καὶ ηὐχαριστημένην.

— Ἐγὼ ἀπεναντίας, εἶπεν, εἶμαι μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν μου ἡ ὑλιστικωτέρα· ἐγὼ διατελῶ εἰς ἄμεσον συνάφειαν μὲ τὴν ὕλην· ἓν μόνον θέλω καὶ ἐπιδιώκω, τὴν ἀπόλαυσιν. Ὅσα παράγει τὸ ἀπέραντον βασίλειον τῆς φύσεως πρὸς τροφὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὅσα ἐφεῦρεν ἀνέκαθεν ἡ τέχνη τῶν γαστριμάργων εἰς ἐμὲ θὰ ὑποβληθῶσι πρὸς ἐκτίμησιν. Καὶ ὅταν αἱ ἄλλαι ἡδοναὶ τοῦ βίου θὰ σὲ ἀποχαιρετίσωσιν, ἐγὼ θὰ ἐξακολουθῶ νὰ σὲ παρηγορῶ καὶ νὰ σὲ εὐφραίνω.

Τελευταία προέβη δειλὴ καὶ συνεσταλμένη ἡ Ἀφή.

Αἱ τέσσαρες αἰσθήσεις ἐγέλασαν ἰδοῦσαι αὐτήν.

— Ν’ ἀκούσωμεν καὶ σὺ τί θὰ τοῦ ὑποσχεθῇς καὶ τί θὰ τοῦ χαρίσῃς! εἶπον ἐμπαικτικῶς· κανένα κομβολόγι, αἴ;…

— Τίποτε δὲν ἔχω νὰ χαρίσω, εἶπε μετριοφρόνως ἡ Ἀφή, ὑπόσχομαι ὅμως νὰ παραμείνω ἕως τέλους ἡ πιστοτέρα ὅλων ὑμῶν.