Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 072.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
72

— Δὲν εἶναι ὠφέλιμοι διὰ σὲ, (μοὶ προσέθηκεν, ὅτε ἀπεχωροῦμεν ἐκ τοῦ χοροῦ) αἱ συγκινήσεις τῶν αἰθουσῶν. Σοὶ τὰς ἀπαγορεύω εἰς τὸ ἐξῆς. (Ὤ! δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ μοὶ τὰς ἀπαγορεύσῃ). Εἰξεύρεις, ὑπάρχουν φυτὰ, τὰ ὁποῖα μόνον εἰς τὰ θερμοκήπια δύνανται νὰ ζήσωσιν καὶ ὄχι ὐπὸ τὴν ὀλεθρίαν ἐπίδρασιν τῆς ἐξωτερικῆς ἀτμοσφαίρας. Μεθαύριον, δηλ. αὔριον μετὰ μεσημβρίαν μὴ ἐξέλθῃς· νὰ μὲ περιμείνῃς εἰς τὸ σπίτι, θὰ ἔλθω κατὰ τὰς τρεῖς εἰς τὸ σπίτι. Σοῦ ἑτοιμάζω μίαν ἄλλην διασκέδασιν, διὰ τὴν ὁποίαν πιστεύω ὅτι θὰ μοὶ γνωρίσῃς χάριν. — Οῡτω ἔληξεν ὁ πρῶτος χορός μου, ὅστις ἐλπίζω ὅτι θὰ εἶναι καὶ ὁ τελευταῖος. Ὁ μπαμπᾶς δὲν πιστεύω νὰ ἐπιμένῃ πλέον, ἀφοῦ καὶ ὁ ἰατρὸς τὸ ἐμποδίζει. Αὔριον εἰς τὰς τρεῖς θὰ τὸν περιμένω. Ἂς ἴδωμεν ποίαν ἔκπληξιν μοὶ ἑτοιμάζει.

Τῇ 15ῃ Νοεμβρίου Ἄχ! Εὐχαριστημένη ποῦ εἶμαι τώρα! Πόσῳ ἀνόητος ἤμην χθές! Ἐντρέπομαι δι’ ὅσα ἔγραψα εἰς τὸ ἡμερολόγιον μου. Πῶς ἠδυνάμην νὰ ἦμαι τόσῳ μικρολόγος ἐγωΐστρια καὶ ματαία; Δὲν εἶναι γελοῖον νὰ λυπῆταί τις, διότι δὲν γίνεται τὸ ἀντικείμενον θαυμασμοῦ ἐν ταῖς αἰθούσαις; Δὲν εἶναι μωρὸν νὰ ἦναί τις τόσῳ εὐαίσθητος εἰς τοὺς σαρκασμοὺς καὶ τὰς φλυαρίας τῶν ἀνοήτων, ὅταν ὑπάρχῃ τρόπος νὰ ἑλκύσῃ τὴν ἀγάπην, τὴν εὐγνωμοσύνην, τὸν εἰλικρινῆ σεβασμὸν τόσων δυστυχῶν ὑπάρξεων καὶ τὴν ὑπόληψιν, τὴν ἐπιδοκιμασίαν ἔστω καὶ μιᾶς εὐγενοῦς ψυχῆς.... Σήμερον ἦλθε, κατὰ τὴν ὑπόσχεσίν του ὁ Κος Θεσίμων τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν καὶ ὑπῆγε κατ’ εὐθεῖαν εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ μπαμπᾶ. Μετ’ ὀλίγον ἤνοιξεν ὁ πατήρ μου τὴν θύραν τοῦ δωματίου μου καὶ εὐθύμως μοὶ εἶπεν· — Ἑτοιμάσου διὰ μίαν εὐεργετικὴν ἐκδρομήν. Εἶπον καὶ εἰς τὴν παιδαγωγόν σου νὰ φροντίσῃ περὶ τῶν ἀναγκαίων. Θὰ σᾶς συνοδεύσῃ ἢ μᾶλλον θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ὁ καλός μας φίλος, ὁ ἰατρός. Ἔχεις ἀνοικτὴν πίστωσιν δι’ ὅ,τι σᾶς χρειασθῇ, προσέθηκε γελῶν....

Εἶμαι ἀκόμη πολὺ συγκεκινημένη, ὥστε δὲν δύναμαι νὰ ἐκθέσω λεπτομερῶς, οὐδὲ νὰ ἐκφράσω διὰ λέξεων τὰ πλημμυροῦντα τὴν ψυχήν μου ποικίλα αἰσθήματα, τὸν οἶκτον, τὴν ζωηράν μου συμπάθειαν πρὸς τὴν πάσχουσαν οἰκογένειαν, ὅπου μᾶς ὡδήγησεν ὁ ἰατρὸς, τὰς εὐλογίας καὶ τὴν εὐγνωμοσύνην τῆς δυστυχοῦς νέας γυναικὸς, ἥτις ἔχανε τὸν