Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1889 - 065.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
65


Πόσαις φοραὶς ξεχνιέμαι μόνος
κ’ ἔχω τὰ μάτια βουρκωμένα…
Μὲ δέρνει ἀλύπητα ὁ πόνος
μὲ δέρνει ζήλεια ὅπως ἐσένα!

Καὶ τριγυρνῶ κι’ ἀναστενάζω,
γυρνῶ ’σὰν κἄτι νὰ προσμένω
καὶ σὲ κυττάζω, σὲ κυττάζω
καὶ σὲ κυττάζω καὶ σωπαίνω.

Κοιμᾶται ἡ φύσι ὁλόγυρά μου,
ὀλιγοστεύουν οἱ διαβᾶται,
μόνον ἡ μαύρη συμφορά μου
μόνον ἐκείνη δὲν κοιμᾶται.

Καὶ σὲ κυττάζω πάντα μόνος
κ’ ἔτσι θαρρῶ πῶς ἐλαφρόνω,
γιατί γιατρεύεται ὁ πόνος
’σὰν εὕρῃ σύντροφο τὸν πόνο.

Τί νᾆσαι τάχα ὠμορφονειά μου
ποὺ τὸ μυαλό μου συνεπαίρνεις
καὶ μέσ’ ’ς τὴ μαύρη ἀγρυπνιά μου
γλυκειαὶς ἐνθύμησες μοῦ φέρνεις;

Θυμοῦμαι, ἦταν τέτοιο βράδυ
—ἔχω τὴ μνήμη θυσαυρό μου—
ἦταν ὁλόγυρα σκοτάδι
κ’ ἦταν ἐκείνη ’ς τὸ πλευρό μου.