Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 365.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
365

ἐκάθισαν, τὸ δένδρον ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ ὁποίου ἀνεπαύθησαν, ἡ κοῦφος χρυσαλλὶς ἣν ἐδίωξαν παίζοντες ἐν τοῖς λειμῶσιν, ὁ χόρτος ὃν ὁ ἐλαφρός των ποῦς ἐπάτησε, καὶ ὅλα ὅλα ἐν μελιρρύτῳ συναυλίᾳ ἐπαναλαμβάνουσι: αγαπωνται!

Πῶς λοιπὸν ἦτο δυνατὸν μία ἐξ αὐτῶν τῶν φωνῶν νὰ μὴ φθάσῃ καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ Μπάρμπα Πανούση;

Ὁ Μπάρμπα Πανούσης ὑπώπτευσε τὸν ἔρωτά των, ὠργίσθη, παρεφύλαξε καὶ τέλος τοὺς συνέλαβεν ἐπ’ αὐτοφώρῳ πρωΐαν τινὰ ἐν τῷ ὄπισθεν τῆς οἰκίας του ἀγρῷ παραδιδομένους εἰς τὰς ἀφελεῖς καὶ ἀθώας τοῦ ἔρωτος ἀπολαύσεις.

Ὁ Μπάρμπα Πανούσης ἦτο γέρων καὶ ὁ Hugo λέγει που ὅτι «οἱ γέροντες ζηλοτύπως βλέπουσι τοὺς ἔρωτας τῶν νέων·» ἔπειτα ἦτο καὶ φιλάργυρος καὶ ἔβλεπεν ὅτι ἐκ τοῦ ἔρωτος αὐτοῦ παρημελοῦντο αἱ ἐργασίαι του, πρᾶγμα ὅπερ κατ’ οὐδένα τρόπον ἠνείχετο.

Παρετήρησε μετὰ λύπης του ὅτι τὸ κακὸν εἶχεν ἀρκούντως προχωρήσει καὶ ὅτι διὰ νὰ σταματήσῃ ἀπῃτεῖτο παραδειγματικὴ καὶ φοβερὰ τιμωρία.

Ἐσκέφθη καὶ μετά τινων δευτερολέπτων σκέψιν ἀνήγειρε τὴν κεφαλήν του θριαμβευτικῶς, ἔτριζε μετ’ εὐχαριστήσεως τὰς χεῖράς του καὶ ἀνεκάγχασε θορυβωδέστατα!… Καγχασμός ἀπαίσιος προαγγέλλων εἰς τοὺς δυστυχεῖς τὴν καταδίκην των!

IV

Ἐν τῷ μέσῳ τῆς πρὸ τῆς οἰκίας ἁπλωμένης εὐρείας αὐλῆς ὑψοῦντο δύο ὑπερμεγέθεις καὶ βαθύσκιοι μωρέαι ἀκριβῶς ἡ μία ἀπέναντι τῆς ἄλλης καὶ δέκα ἕως δέκα πέντε βήματα ἀλλήλων ἀπέχουσαι. Αἱ μωρέαι αὗται ὡρίσθησαν ὡς ἰκρίωμα τῶν δύο ἐραστῶν.

Ὁ Μπάρμπα Πανούσης, μειδιῶν ἀπαισίως, συνέλαβεν Εκεινον καὶ τὸν προσέδεσεν ἰσχυρῶς ἐπὶ τοῦ κορμοῦ τῆς μιᾶς καὶ Εκεινην ἐπὶ τῆς ἑτέρας, διὰ τῶν ἄκρων ἰσχυρῶν καὶ μακρῶν σχοινίων ἅτινα τοὺς ἐπέτρεπον μὲν νὰ πλησιάσωσι, νὰ ἐγγίσωσι σχεδόν, ἀλλήλους, ἀλλὰ τίποτε περισσότερον, τίποτε!

Ὤ βάσανος τρομερωτέρα τῆς τοῦ Ταντάλου! Νὰ ἦσαι πλησίον τῆς προσφιλοῦς σου Εκεινησ, νὰ αἰσθάνεσαι τὴν θείαν πνοήν της, νὰ ἅπτεσαι τῶν ἄκρων τῶν δακτύλων της, νὰ ἐνθουσιᾶς ἐξ ἔρωτος καὶ πόθου καὶ νὰ ἐκτείνῃς τὴν πυρέσσουσαν σου ἀγκάλην ὅπως τὴν περικλείσῃς ἐν αὐτῇ, ἀλλ’, ὦ θεοὶ τιμωροί! ἓν ἄψυχον σχοινίον νὰ σοῦ φωνάζῃ ἅλτ! καὶ σύ, περιαλγὴς καὶ στένων νὰ κύπτῃς τὴν κεφαλὴν καὶ νὰ ὑποχωρῇς!

Ὤ, τὸν ἀπαίσιον γέροντα!