Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 329.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
329

’Σὰν ἔβλεπ’ ὁ ταλαίπωρος ’πῶς πάγει ’ςὲ πτωχεία,
ἀπ’ τὸν θεὸν τὸν ξύλινον δὲν βλέπει ἀρχοντεία,
Τὸν ἔρριξε ’ςτὸ ἔδαφος, καὶ τότε ἐτζακίστη,
ἡ κεφαλή του ’χώρισε, μέσα ’ςτὴ μέση ’σχίστη.
Ἐβγῆκαν ’περισσὰ φλωριά. Τότε ἐκεῖνος λέγει·
«πρωτῄτερα ὁ πᾶσα εἷς ἔπρεπε νά με κλαίγῃ.»
Ὅταν σε ’τίμουν εὔκαιρα, δὲν εἶδα καλωσύνη,
καὶ τώρα ’ποῦ σε ἔκαμα τούτην τὴν κακωσύνη.
Φλωρία μ’ ἔδωκες πολλὰ τώρα καὶ νὰ συνάζω·
ὅμως ἀπὸ τὴν σήμερον ἄτυχον νά σε κράζω.

Ἐπιμύθιον.

Λέγει διὰ τοὺς ἄτυχους μὴ τοὺς καλοκρατοῦμεν
μηδὲ νά τους φοβούμεστε καὶ νά τους ἀγαποῦμεν.


Τοιαύτη ὡς ἐν δείγματι ἡ συλλογὴ τῶν μύθων τοῦ νέου Ἕλληνος Αἰσώπου, ἥτις καθ’ ὅσον γνωρίζω ἔμενε μέχρι τοῦδε παντελῶς ἄγνωστος.

Σπυρ. Π. Λαμπροσ