Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 287.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
287

ἀπὸ τοιαύτην ἀφοσίωσιν νὰ ὑποστῇ τοιαύτην προσβολὴν κατάκαρδα! Δὲν ἦτο δυνατὴ τόση κακία· κἄτι θὰ ἔτρεχεν· ἴσως ἡ διάδοσις εἷνε μοχθηρὸν ἐπινόημα τοῦ Θανάση· πρέπει νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὸν κὺρ Ζαφείρην καὶ νὰ τὸ μάθῃ.

Ὁ κὺρ Ζαφείρης εἷνε ἐκ τῶν εὐπορωτέρων ἐμπόρων τοῦ τόπου, δεξιώτατος εἰς τὰς ἐπιχειρήσεις του, ὅσον ἀδέξιος εἰς τὴν διεξαγωγὴν τῶν ὑποθέσεων τοῦ κόμματος, ὡς γενικῶς ἐλέγετο· ὑπὸ πολλῶν φίλων ἄλλως τοῦ κυρίου Ἀριστάρχου, ὑπεβλέπετο· οἱ μὲν κατεγίνωσκον αὐτοῦ ἔλλειψιν νοημοσύνης, οἱ δὲ στέρησιν ἀγαθότητος· ἀλλ’ ἀφ’ ἑτέρου ἔχαιρεν ἀμέριστον τὴν πίστιν τοῦ ἀρχηγοῦ, — ἡ μόνη ἀδυναμία τοῦ ἀνδρὸς, ὡς ἐφρόνουν. Τὸ βέβαιον εἷνε ὅτι ὁ κὺρ Ζαφείρης ἐνέπνεεν ἐμφύτως τὴν ἀντιπάθειαν, ὡς αἱ γυναῖκες ἐμπνέουσι τὸν ἔρωτα. Πρὸς τοῦτον ἔσπευσεν ὁ Ἀποστόλης· εἶχεν ἔλθει ἕως ἐκεῖ μετὰ συγγενῶν καὶ φίλων πρὸς τὴν ἐκ τοῦ ἀτμοπλοίου δεξίωσιν τοῦ ὑποψηφίου.

— Κὺρ Ζαφείρη, ἡ πάσσαρα εἶν’ ἕτοιμη. Νὰ τὸ ξέρῃς· ’ς τὴ δική μου θὰ ’μπῇ! Ὁ Ἀριστάρχης δὲν θέλει ἄλλη πάσσαρα. Κἄτι ἀκούω Θανάση καὶ Θανάση.

Ὁ δὲ κύριος Ζαφείρης ἐν προστατευτικῇ προσηνείᾳ:

— Ἀποστόλη, τώρα εἴπαμε τοῦ ἀνθρώπου, δὲν ’μποροῦμε νὰ τὸν γελάσουμε. Τί νὰ σοῦ κάμω! δὲν ἦρθες νὰ μοῦ τὸ ’πῇς προτήτερα· δὲν ἤξερα πῶς ἤθελες καὶ σύ!..

Καὶ ἄλλα ἦτον ἕτοιμος νὰ προσθέσῃ, ἀλλ’ ὁ Ἀποστόλης ἀποτόμως διακόπτων ἐκραύγασεν:

— Ἔπρεπε νἄρθω νὰ σοῦ ’πῶ κὺρ Ζαφείρη! δὲν ἤξερες πῶς ἤθελα κ’ ἐγώ, κὺρ Ζαφείρη! Καὶ τόσα χρόνια, κὺρ Ζαφείρη ποῦ τὸν πέρνω καὶ τὸν φέρνω, καὶ τὸν φέρνω καὶ τὸν πέρνω! Τάχα εἴμαστε σκουπίδια καὶ δὲν μᾶς ἐσυλλογίστηκες! Νά το ξέρετε, θά σας τὸν πάρω μὲ τὸ στανιό!

Καὶ ἀπεσύρθη ἔξω φρενῶν εἰς τὰ βάθη τῆς πάσσαράς του. Ἤδη τὰ ἠκονισμένα ὄμματα τῶν ναυτικῶν ἀνεκάλυπτον κατὰ τὸ πέρας τοῦ ὁρίζοντος ὡς στίγμα ἀδιόρατον εἰς πάντα ἄλλον ὀφθαλμὸν τὸ καταπλέον ἀτμόπλοιον· καὶ φωναὶ ἠκούοντο: «Φάνηκε! φάνηκε!»

Μετὰ παρέλευσιν ὥρας, πρὶν ἔτι ἀγκυροβολήσῃ τὸ ἀτμήλατον, ἐξέπλεον πρὸς συνάντησίν του μετὰ σπουδῆς καὶ ἀλαλητοῦ αἱ πλατεῖαι πάσσαραι, αἱ περίκομψοι φελοῦκαι, τὰ στενὰ καὶ μακρὰ μονόξυλα· ἀλλ’ ὁ ἄνεμος δὲν ἦτον εὐνοϊκὸς καὶ αἱ δυσκίνητοι πάσσαραι δὲν κατώρθωσαν νὰ πιάσουν εἰς τὸ ἀτμόπλοιον, εἰμὴ μετὰ πολλοὺς ἑλιγμοὺς καὶ συστροφὰς τῶν ἱστίων, ὕστερον ἀπὸ τὰς λέμβους καὶ τὰ πλοιάρια. Οὕτως ὅταν ὁ Ἀποστόλης ἠδυνήθη δι’ ἐπιτηδείου χειρισμοῦ νὰ προσκολλήσῃ τὸ ἀκάτιον του εἰς τὴν πλευρὰν τοῦ πυροσκάφου, καὶ ἐκ τοῦ κάλω ἀναρτηθείς, εἰσεπήδησεν εἰς τὸ κατάστρωμα, γοργὸς καὶ ὁρμητικὸς ὡς οὐδέποτε, ἀποφασισμένος δὲ νὰ παλαίσῃ ὑπὲρ τῆς νίκης, ὁ κύριος Ἀριστάρχης ἦτον ἕτοιμος νὰ κατέλθῃ ἐπὶ τῆς ἀναμενούσης λέμβου τοῦ Θανάση. Οἱ φίλοι συνωστίζοντο ἐν συγκινήσει περὶ αὐτόν, προσφωνοῦντα ἕκαστον ἰδιαιτέρως καὶ μειδιῶντα πρὸς πάντας ὑπὸ τὸν θόρυβον τῶν ἐπιβιβαζομένων ἀνθρώπων, τῶν αἰρομένων ἀποσκευῶν, τῶν ὕβρεων