Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 279.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
279

— Εἰξεύρω ὅτι ἔχετε κάμῃ εἰδικὰς μελέτας καὶ σέβομα τὰς εἰδικότητας, ἀπήντησε μειδιῶν ὁ Κονδύλης. Λοιπὸν οἱ κύριοί της τὴν ἠγάπων πολύ· μὲ τοὺς μισθούς της ὁ κύριός της ἠγόρασε μίαν λαχειοφόρον ὁμολογίαν τῆς Τραπέζης καὶ τὴν ἐφύλαττε μετὰ τῶν πολλῶν ἰδικῶν του σημειώσας ἐπ’ αὐτῆς τὸ ὄνομα τῆς Τρανταφυλλιᾶς.

Ἡ Τριανταφυλλιὰ ἦτο εὐτυχής· ἦτο καὶ ὡραία· ὅταν δὲ ἔβαζε μπουγάδαν καὶ ἐξήρχετο ἐπὶ μικρὸν εἰς τὴν θύραν διὰ νὰ ψωνίσῃ ἀπὸ τὸν μανάβην, ἦτο τύπος καλλονῆς τοῦ λαοῦ μὲ τοὺς ἀνασκουμπωμένους εὐτόρνους βραχίονας της, τὰς ῥοδόχρους κάτω τοῦ καρποῦ ἐκ τῆς ἀλυσίβας χεῖράς της, τὴν ἀτημέλητον ἐνδυμασίαν της ὑφ’ ἣν διεγράφετο παχουλὸν καὶ εὔπλαστον σῶμα, τοὺς μεγάλους ἀμυγδαλωτοὺς ὀφθαλμούς της καὶ τὰ ὁλόμαυρα μακρυὰ μαλλιά της. Ἦτο νὰ τὴν πιῇ κανεὶς εἰς τὸ ποτῆρι!»

Αὐτῆς τῆς ἰδέας πρὸ πάντων ἦτο ὁ Γκιουζέπος, συριανὸς τσαγκάρης, ὅστις ἔστησεν ἀμέσως πολιορκίαν περὶ τὸ φρούριον· ἤρχισαν αἱ καντάδες μὲ τὴν ἁρμόνικαν ἤρχισαν οἱ περιπαθέστατοι ἀμανέδες ἀπὸ τὸ κατέναντι καπηλεῖον.

Ἡ Τριανταφυλλιὰ ἦτο ἔξυπνη· ἔβλεπε πέραν τῆς ῥινός της· εἶδε λοιπὸν ποίαν φλόγα ἤναψεν εἰς τὸ στῆθος τοῦ δυστυχοῦς Γκιουζέπου, αὐτὴ ἡ ὁποία ἔσβυνε μὲ τόσην προσοχὴν κάθε βράδυ τὴν φωτιὰν εἰς τὸ σπῆτι, καὶ ᾐσθάνθη κἄτι τι ὑπὸ τὸν ἀριστερὸν μαστόν. Ὁ καϋμένος ὁ νέος πόσον θὰ ὑπέφερε! Ἦτο καὶ τόσον καλοκαμωμένος! ἐκεῖνο τὸ μουστάκι του ὡμοίαζε μὲ κόρακος πτερόν, ἐκείνη ἡ ἐλῃά του πάλιν εἰς τὸ δεξιὸν μάγουλον! Εἶχε καὶ τόσον γλυκειὰν φωνήν, ὥστε ὅταν ἤρχετο κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρόν της κ’ ἐτραγουδοῦσε, ἡ Τριανταφυλλιὰ ἐσηκόνετο, ὅπως ἦτο ἀπὸ τὸ κρεββάτι, μισοάνοιγε σιγὰ σιγὰ τὸ παράθυρον καὶ ἠκροᾶτο, μὲ γλυκὺ καρδιοκτύπι, τὴν παθητικὴν μελῳδίαν, ἥτις ἐμέλπετο δι’ αὐτὴν ἐν τῇ σιγῇ τῆς νυκτὸς, ἐρρόφα ἀπλήστως ὅλον ἐκεῖνο τὸ θυμίαμα τῆς λατρείας τὸ πρὸς αὐτὴν ἀναπεμπόμενον ἐκ τοῦ πεζοδρομίου. Κατ’ ὀλίγον ἤρχισε νὰ ἐξέρχηται καὶ τὴν ἡμέραν εἰς τὸ παράθυρον· τί κακὸν ἔκαμε ἂν τὸν ἔβλεπε κἄποτε; εἰργάζετο ἔπειτα μὲ περισσοτέραν ὄρεξιν· χάριν τῶν κυρίων της λοιπὸν ἔπρεπε νὰ τὸν βλέπῃ, διὰ νὰ γίνεται καλλιτέρα ἡ ὑπηρεσία· δὲν εἴξευρεν ἡ