Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 226.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
226

Ἐσήμανεν ἡ 4 μ. μ. ὥρα καὶ βαθεῖα ἀκόμη σιγὴ ἐπεκράτει εἰς τὸν θάλαμον τοῦ κυρίου ἀνακριτοῦ. Μετ’ ὀλίγον δὲ ἠκούσθησαν γλυκεῖς τόνοι κιθάρας, καὶ ᾀσμάτιον, ὅπερ ἦτο τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τοῦ συρμοῦ.

Νὰ μὴ πιστεύῃς ἔρωτα,
Π’ ὁρκίζονται ἡ παρθένοι·
Ἡ θλίψις μόνον μένει
Καὶ ὄνειρα πικρά.
Τρέλλα, ἡ καρδιὰ νὰ χάνεται
Γι’ αὐτὰ τὰ μαῦρα μάτια,
Νὰ γίνεται κομμάτια
Γιὰ μάτια γαλανά!

Ἦτον ὁ ἀνακριτὴς, ὅστις μετὰ τὸν ὕπνον του ἐρρέμβαζεν εἰς τὰς νεανικὰς καὶ τρυφερᾶς ἀναμνήσεις του, ἀναγνοὺς σελίδας τινας τοῦ ὑπὸ τὰς φιλύρας μυθιστορήματος τοῦ Ἀλφόνσου Κὰρρ καὶ εἶτα κιθαρῳδῶν. Ἔπαυσεν ἐν τούτοις τὸ ᾆσμα, ἀφῆκε τὴν κιθάραν, ἐδυσφόρει, ἐστέναζε καὶ ἐμονολόγει περιπαθῶς πρὸς τὴν ἀποῦσαν Βεατρίκην του καὶ κατηρᾶτο τὸν ἐπαρχιακὸν βίον, ὅστις οὔτε συγκινήσεις ἔχει, οὔτε σκάνδαλα μυθιστορικά, οὔτε ὑψηλοτέρας πνευματικὰς ἀπολαύσεις, οὔτε βωμοὺς διεθνοῦς ἔρωτος, οὔτε.....

Ὁ Τόσκας, ἀκούσας τὴν κιθάραν καὶ τὸ ᾆσμα καὶ μαθὼν παρὰ τοῦ ὑπηρέτου, ὅτι ὁ ᾄδων εἷνε ὁ ἀφυπνισθεὶς ἀνακριτὴς, παρεκάλεσε τὸν ὑπηρέτην νὰ τὸν εἰσαγάγῃ εἰς τὴν αἴθουσαν διὰ ν’ ἀνακριθῇ. Ὁ ὑπηρέτης ἀντέστη, φρίττων ἐπὶ τῇ θρασύτητι τοῦ χωρικοῦ, οὗτος ὅμως ἐπέμενε καὶ, θέλοντος τοῦ ὑπηρέτου νὰ τὸν ἐκδιώξῃ τῆς οἰκίας, συνήφθη μεταξύ των ἔρις καὶ θόρυβος πολύς. Ὁ σάλος ἀφύπνισε τὸν ἀνακριτὴν, ὅστις ἔκρουσε τὸν κώδωνα. Ὁ ὑπηρέτης ἐνεφανίσθη παραχρῆμα εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου.

— Τί τρέχει ἔξω ζῶον; Τί θόρυβος εἷνε αὐτός; ἠρώτησεν ὀργίλως ὁ ἀνακριτής.

— Ἐκεῖνος, ὁ μαγκούφης ὁ χωρικὸς, κύριε, ποῦ ἔρχεται κάθε ’μέρα νὰ τὸν ἀνακρίνετε, αὐτὸς κάμνει ὅλην τὴν ἀνησυχίαν, θέλει νὰ ἔλθῃ μέσα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω.

— Ἔλα, σκάσε, τόρα, βλάκα, μὲ τὴν φλυαρίαν σου! Πότε ἦλθεν;

— Ἔχει ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἐδῶ καὶ σᾶς περιμένει.