θὰ τρέξω, θὰ φωνάξω, θὰ χαλάσω κόσμον! Θὰ πέσω εἰς τὰ πόδια τοῦ Εἰσαγγελέως, θὰ σχίσω τὰ ῥοῦχά μου εἰς τὸν Πρόεδρον… Ὤ, πολὺ σοβαρὰ πράγματα σοῦ ἐσκάρωσαν οἱ σταυρωτῆδες!…
— Μὰ ἐγώ, παιδί μου, δὲν ἔκανα τίποτα, δὲν φταίω. Εἷνε ψεύματα αὐτά, ποῦ μοῦ ῥίχνουν στὴ ῥάχι! Ἐγὼ ἔχω δίκαιον λέγει περιδεὴς ὁ Τόσκας.
— Καὶ τί σὲ ὠφελεῖ, χριστιανέ μου, νὰ ἔχῃς δίκαιον; Τὸ ζήτημα εἷνε νὰ τὸ εὕρῃς! ἀποκρίνεται ὁ δικηγόρος.
— Ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ στὰ χέρια σας, κύριε δικηγόρε! διακόπτει συγκεκινημένος ὁ μυστικὸς πράκτωρ. Νὰ τὸν σώσητε τὸν κακόμοιρον. Εἶνε φίλος μου παλαιός. Δὲν φταίει ὁ ἄνθρωπος. Θὰ πληρωθῆτε τοὺς κόπους σας καλά.
— Ὅσον γι’ αὐτό, βέβαια! ὑπέλαβεν ὁ δικηγόρος. Ἆ!… πρέπει νὰ κάμουμε κ’ ἐμεῖς μήνυσιν.
— Καὶ πολιτικὴν ἀγωγήν! προσθέτει ὁ πράκτωρ. Νὰ ζητήσωμεν ἀποζημίωσιν καὶ ἱκανοποίησιν πέντε χιλιάδων δραχμῶν τοὐλάχιστον· νὰ τοὺς σπάσωμεν τὰ κόκκαλα!
— Καὶ δέκα! εἶπεν ὁ δικηγόρος, ὑπερθεματίζων.
Ὁ Τόσκας ἤρξατο ἀναλαμβάνων θάρρος καὶ ζωήν.
Ὁ δικηγόρος τότε, ἀπαριθμήσας τὰς πολλὰς καὶ σοβαρὰς ἐργασίας, ἃς ἤθελε κάμει, ἐζήτησε νὰ πληρωθῇ δι’ αὐτὰς δραχμὰς ἑκατὸν εἴκοσι.
— Σὰν πάρα πολλά! εἶπεν ὁ Τόσκας, στενάζων, κ’ ἐγὼ δὲν ἔχω μαζῆ μου παρὰ μόνον 40 δραχμάς.
— Ὁ φίλος θέλει καὶ τὸν λύκον χορτάτον καὶ τὴν προβατίναν ἀκέρῃα! ἐψιθύρισε μειδιῶν ὁ δικηγόρος πρὸς τὸν πράκτορα. Δωρεὰν θέλει νὰ γλυτώσῃ δέκα χρόνια φυλακὴν καὶ νὰ πάρῃ δέκα χιλιάδας δραχμάς.
— Νὰ παραβλέψητε κἄτι! τῷ ἀπεκρίθη ὁ πράκτωρ μετ’ ἤθους ἱκετευτικοῦ. Θὰ τὸν ἔχετε καὶ τακτικὸν πελάτην καὶ θὰ σᾶς φέρῃ πολλὰς ὑποθέσεις. Σᾶς παρακαλῶ καὶ πρὸς χάριν μου νὰ δεχθῆτε ἑκατὸν δραχμάς μόνον.
— Χμ! Χμ! Σκύβαλα τὴν ἐκάμαμε τὴν δικηγορίαν! ἐτονθόρυσεν ὁ δικηγόρος, ἀνυψῶν τὰς ὀφρῦς ἀθύμως.
— Ὅσῳ δὲ γιὰ χρήματα, ἔχω ἐγὼ γιὰ σένα! προσέθηκεν ὁ πράκτωρ στραφεὶς πρὸς τὸν Τόσκαν.