Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 218.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
218

νιμον νὰ ἐπιμένῃ τις πάντοτε λέγων τὴν ἀλήθειαν ἐντὸς τῶν πόλεων.

— Σοῦ σπάζω τὰ μοῦτρα, παλῃόβλαχε, ποῦ θὰ μὲ βγάλῃς καὶ ψεύτη! ἀποκρίνεται παραφόρως ὁ ζυγιστὴς προτείνων τὸν γρόνθον του καὶ ἁρπάζων ἀπὸ τῶν χειρῶν του τὸ βούτυρον.

Ὁ Τόσκας καταφεύγει κραυγάζων εἰς τὸν παρέκει χάσκοντα ἀστυνόμον διὰ νὰ κάμῃ τὸ παράπονόν του, ἀλλ’ ὁ ἀστυνόμος, φίλος πολιτικὸς τοῦ ζυγιστοῦ, τῷ στρέφει τὰ νῶτα. Εἰς τὰς φωνάς του κλητήρ, παριστάμενος παρασύρει αὐτὸν καὶ τῷ λέγει, ἐπισείων ῥόπαλον, φέρον τὴν ἐπιγραφὴν «ἰσχὺς τοῦ Νόμου:»

— Ποῦ βρίσκεσαι, βρέ; Ἔτσι ’μιλοῦν στὸν κὺρ-ἀστυνόμον; Ἄμε χάσου!

Ἀπωτέρω ἐβημάτιζεν ἡ ῥεδιγκότα τοῦ κ. ἐπάρχου μετὰ τραγικῆς σοβαρότητος. Οὗτος ἀκούσας τὰ διατρέχοντα, ἐστράφη νωχελῶς καὶ προσέθηκε μετ’ ἀηδίας ἀποστρέφων τὸ πρόσωπον

— Αἰωνίως τοιοῦτοι εἶνε αὐτοὶ οἱ χωρικοί. Χαλοῦν τὸν κόσμον διὰ τὸ τίποτε! καὶ ἡ κεφαλὴ τοῦ κ. Ἐπάρχου στραφεῖσα ἐντὸς τῶν δύο ὑψηλῶν φωκὸλ ἐκινήθη μετὰ τῶν ποδῶν καὶ τῆς κοιλίας του ἀντιθέτως μακρὰν τῆς σκηνῆς.

Ὁ Τόσκας δὲν εὕρισκε διέξοδον. Ὁ ἀγοραστὴς τοῦ βουτύρου παντοπώλης τῷ συμβουλεύει νὰ δώσῃ τόπον τῇ ὀργῇ, νὰ πληρώσῃ φόρον τεσσάρων ὀκάδων, νὰ ζυγίσουν δὲ τὸ βούτυρον εἰς τὸ παντοπωλεῖόν του, ὅπερ καὶ ἐγένετο. Ἀλλ’ ὁ παντοπώλης, ἐζύγισε σιωπηλῶς τὸ βούτυρον, καὶ ἀφοῦ τὸ ἔχυσεν εἰς τὸν πίθον του ἰσχυρίσθη ὅτι ἦτο ὀκάδες ὄχι 4 ὡς ἠξίου ὁ ζυγιστὴς, ὄχι 3 ὡς διετείνετο ὁ Τόσκας, ἀλλὰ μόνον 2 καὶ δρ. 250!

— Λᾶθος ἔκαμες, εὐλογημένε! τῷ παρατηρεῖ ὁ Τόσκας.

— Αἶ, γέρο κουμπάρε, μὲ συμπαθᾷς καὶ ’λιγώτερα τὰ λόγια σου! ἀποκρίνεται ἐντόνως ὁ παντοπώλης. Ἐγὼ τὴν ὑπόληψίν μου δὲν τὴν ἀλλάζω μὲ ὅλον τὸν κόσμον καὶ ὄχι μὲ 150 δράμια βούτυρον!

Ὁ Τόσκας ἐζαλίσθη. Ὀλίγον καὶ θὰ ἐκινδύνευε νὰ παραφρονήσῃ. Δὲν ἠδύνατο νὰ συμβιβάσῃ ἐν τῇ συνειδήσει του πῶς ἦτο δυνατὸν κανεὶς νὰ κλέπτῃ συγχρόνως καὶ νὰ διεκδικῇ καὶ τὸ ἀκέραιον τῆς φιλοτιμίας του ἀπὸ τὸν κλεπτόμενον. Ἐν τού-