Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 181.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
181

Λατρεύω τὴν καταγωγήν μου,
Τὴν γῆν μου, πάντοτε τὴν γῆν μου,
Καὶ ὄχι οὐρανοῦ αὐγήν!…
Πρὸς τὴν πτωχήν μου τὴν Μητέρα,
Εἶν’ ἡ στοργή μου θερμοτέρα·
Μισῶ τὸν ἄθλιον υἱόν,
Ὅστις πτωχοὺς γονεῖς ἀρνεῖται
Καὶ μὲ παράσημα κοσμεῖται
Καὶ τίτλους ξένων εὐκλειῶν.
Φεῦ, εἶναι τόσον, τόσον ξένος,
Πρὸς τ’ ἀργιλλῶδες ἡμῶν γένος,
Ὁ φωτοβόλος οὐρανός·
Τ’ ἄστρα δὲν εἶναι ἀδελφοί μας·
Καὶ συγγενεύουσι μαζῆ μας,
Κόνις καὶ σκώληξ ταπεινός.

Ε′.

Ὦ θύρα τοῦ κοιμητηρίου,
Κ’ ἐγὼ ὡς ξύλον ναυαγίου,
Θὰ ἔλθω μέχρι σοῦ ζητῶν
Τὴν ἀμοιβὴν τοσούτων πόνων,
Τὸν ὕπνον τοῦ μνημείου μόνον
Καὶ λήθην χρόνων μισητῶν…
Φεῦ, δὲν θ’ ἀργήσω, δὲν θ’ ἀργήσω·
Ταχύτατα θὰ σοῦ ζητήσω,
Εἰς τοῦ θανάτου τὸν ναόν.
Τοῦ τάφου τὴν λευκὴν σινδόνα·
Σοῦ ἔχω δώσει ἀρραβῶνα,
Πατέρα, ἀδελφήν, υἱόν....
Δρῦν καὶ κυπάρισσον καὶ κρῖνον,
Κόμην λευκήν, κόμην ἀκτίνων,
Κόμην ὡς νύκτα μελανήν…
Τοῦ κατωφλίου σου, ὦ πύλη,
Διῆλθον οἱ καλοί μου φίλοι,
Καὶ κείτονται χωρὶς φωνήν.
Ὅλα διῆλθον τὰ πτηνά μου,
Καὶ τ’ ἄνθη καὶ τ’ ἀρώματά μου,
Καὶ χρόνων φίλων ἡ μολπή.
Μ’ ἐγύμνωσε τόσου χρυσίου,
Ἡ ἀπληστία τοῦ μνημείου
Καὶ ἀτελεύτητος κλοπή…
Ὅ,τι μοὶ ἔμεινε, τὸ θέλω
Καὶ δὲν τὸ δίδω, δὲν τὸ στέλλω…
Ἐκθρονισμένος ἡγεμών,
Τοῦ διαδήματος τοὺς λίθους,
Ἐφύλαξα ἐπὶ τοῦ στήθους,
Καὶ τοὺς φρουρῶ μετὰ παλμῶν…
Θέλω νὰ μὴ μὲ παραιτήσουν,
Θέλω νεκρὸν νὰ μὲ θρηνήσουν
Οἱ φίλτατοί μου· νὰ θρηνοῦν
Ἀπηύδησαν οἱ ὀφθαλμοί μου·
Πρόλαβε, πρόλαβε, ψυχή μου,
Καὶ φύγε, φύγε πρὶν φανοῦν,
Καὶ ἄλλαι θλίψεις, ἄλλοι τάφοι·
Εἰς τοῦ θανάτου τὰ ἐδάφη,
Δὲν θ’ ἀγαπᾷς, δὲν θὰ ποθῇς.
Ἐκεῖ, τὸ πᾶν ὁ χάρων θραύει·
Ἐκεῖ καὶ ἡ ἀγάπη παύει·
Ἐκεῖ ψυχὴ θὰ κοιμηθῇς!

(Σεπτέμβριος του 1881)

Αχ. Παρασχοσ