Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 180.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
180

Πόσον ἡ θέα σου μ’ εὐφραίνει,
Ὦ Γέφυρα πεφιλημένη,
Τὸ μάρμαρόν σου τὸ λευκόν,
Λευκὸν μοὶ φαίνεται ἱστίον,
Οἰκτίρμων δάκτυλος δεικνύων
Λιμένα ξένον, μυστικόν·
Θαρρῶ ἀφώνως ἀπὸ πέραν,
Μᾶς λέγεις νύκτα καὶ ἡμέραν,
«Δεῦτε ἐν βήματι γοργῷ,
»Πρός με οἱ καταπονεμένοι·
»Δεῦτε, ὁδῖται κουρασμένοι,
»Εἶμαι ἀνάπαυσις ἐγώ!»
Καὶ εἰς ἀκύμαντον λιμένα,
Κ’ εἰς μνήματα ἡγιασμένα,
Μυστηριώδης ναῦς περᾷς,
Ἀναίσθητος τοὺς ἀναισθήτους,
Ἀκίνητος τοὺς ἀκινήτους,
Μακρὰν ὀδύνης καὶ χαρᾶς!
Ὦ Γέφυρα κρυφῆς πορείας,
Τόσας νὰ ἔχῃς εὐλογίας,
Ὅσας διέσωσας ψυχάς·
Καὶ ὅσοι λίθοι σ’ ἀπαρτίζουν,
Τοσαύτας νὰ σοῦ ψιθυρίζουν,
Χείλη εὐγνώμονα εὐχάς!
Εὐλογημένα τὰ ἐδάφη
Ὅπου ὁ κτίτωρ σου ἐτάφη·
Ὕπνον τοῦ εὔχομαι μακρόν·
Ὤ, εἴθε νὰ μὴ ἐξυπνήσῃ
Κ’ ἡ σάλπιγξ ὅταν ἀντηχήσῃ,
Ἡ πανυστάτη τῶν νεκρῶν.....
Εὐλογημένοι πλὴν κ’ ἐκεῖνοι
Οἱ τέσσαρες, οὓς θὰ βαρύνῃ
Τὸ φέρετρόν μου, κ’ εἰς τὴν γῆν,
Θὰ μὲ κομίσουν τὴν ἁγίαν,
Ὅπου τῆς λήθης ἀμβροσίαν,
Ὁ χάρων δίδει μὲ στοργήν!
Ὦ εὐεργέται ἄγνωστοί μου,
Πρὶν κλείσωσιν οἱ ὀφθαλμοί μου,
Δεχθῆτ’ εὐγνώμονα παλμόν·
Φεῦ· ὅταν θὰ μ’ εὐεργετεῖτε,
Νεκρὸς ὁ φίλος σας θὰ κεῖται,
Μὲ χεῖλος ἄφωνον, χλωμόν.
Ζωὴ καὶ φθόγγος θὰ τοῦ λείπῃ
Καὶ δὲν θὰ δυνηθῇ νὰ εἴπῃ,
«Ὦ φίλοι μου, εὐχαριστῶ!»


....................................................................................................................................................................................................................................................




Γ′.

Ἕως θανάτου τεθλιμμένος
Κ’ εἰς βακτηρίαν στηριγμένος,
Ἐδῶ κ’ ἐκεῖ περιπατῶ,
Καὶ ὁδοιπόρος νυσταλέος,
Μίαν εὐνὴν ζητῶ ματαίως·
Δρόμον δὲν ἄφησα μακρόν,
Ἀλλ’ ἦτον ἀκανθὼν ὁ δρόμος,
Ἀλλ’ ἦτον ἔρεβος καὶ τρόμος
Καὶ δὲν συνήντησα περῶν,
Δένδρον, σκιὰν νὰ μὲ χαρίσῃ,
Ῥυάκιον νὰ μὲ δροσίσῃ,
Ἢ ἓν πλανώμενον πτηνὸν
Τὸν δρόμον μου νὰ εὐλογήσῃ,
Ἓν ἄνθος νὰ μ’ ἀρωματίσῃ,
Ἔστω, νεκράνθεμον ἱσχνόν!

Δ′.

Ἐκ τῶν στηλῶν τοῦ Ὀλυμπίου,
Τὴν θύραν τοῦ κοιμητηρίου,
Ὡς γενεθλίαν βλέπω γῆν·
Πῶς τὴν καρδίαν μου ἑλκύει,
Ἡ θύρα του ἥτις δὲν κλείει,
Ποτέ, καὶ νύκτα καὶ αὐγήν…
Ἡ θύρα, θήραν περιμένει
Κ’ ἐκ τούτου εἶναι ἀνοιγμένη·
Τρέμει τὸν μέγα θηρευτήν,
Ὅστις πρὶν φύγῃ ἐπιστρέφει,
Ἀπὸ τὴν γῆν, ἀπὸ τὰ νέφη,
Τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ἀκτήν!
Χαῖρε, μυστηριώδης πύλη·
Χαῖρε, τῶν τεθλιμμένων φίλη
Καὶ παραλία ἱερά,
Ἥτις ναυάγια συνάζεις
Κ’ εὐσπλάγχνως τὰ ἐνταφιάζεις
Ἐπὶ ἐδάφη ἱερά.
Ὡς οἱ δειλοί, ὡς ἡ μωρία,
Ποτέ, ὦ πύλη μακαρία
Δὲν σ’ ἐφοβήθην· ὁ μωρὸς
Ἂς τρέμει καὶ ἂς συγκινεῖται,
Ὁ ἄνανδρος ἂς σὲ φοβεῖται
Καὶ ἂς μακρύνεται ὠχρός!
Ὤ, πάντοτε ἐγὼ ἠγάπων,
Λιμένα ὀρφανὸν λαιλάπων,
Μὲ τὴν προμήτορα σιγήν.