Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 113.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
113

Ἂχ ὅταν στὸ ταξεῖδί σοι τοὺς στίχους μου διαβάζῃς,
Θέλω τὰ κύματ’ ἄγρια στὸ πλοῖό σου ν’ ἀφρίζουν·
Κ’ ἐν ᾧ ἀφροστεφάνωτα θὰ τὰ πικροκυττάζῃς,
Τὸν ταραγμὸ τῆς μαύρης μου καρδιᾶς νὰ σοῦ θυμίζουν!
Κι’ ὅταν στὴν ἄγρια θάλασσα τὸν πόνο μου γνωρίσῃς
Μπορεῖ νὰ μὴ μὲ λυπηθῇς, μὰ θὰ μὲ συγχωρήσῃς!

Δημ. Κοκκοσ


Η ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΕΛΙΣ.

Καὶ ὅμως άλλοτε, πρὸ εἴκοσι, πρὸ εἰκοσιπέντε ἐτῶν, ἦτο δροσερὰ καὶ εὔχρους καὶ εὔχυμος, ὡς ὥριμος σταφυλὴ πρὶν ἢ ἀποστραγγισθῇ εἰς σταφίδα. Εἶχε δαψιλῆ τὴν κόμην, ἀνελλιπεῖς τοὺς ὁδόντας καὶ χνοῦν ῥοδακίνου ἐπὶ διαφανοῦς ἐπιδερμίδος. Αἱ παρειαί της ἐβάφοντο, ὡς τὰ ῥόδα τοῦ Ἀπριλίου, καὶ εἰς τὸ βλέμμα τῆς ἀπήστραπτεν ὅλη ἡ μεθυστική, ἡ γόησσα, ἡ χαριτωμένη καὶ ἐπίφθονος τρέλλα τῶν δεκαοκτώ της ἐτῶν. Ἐπέτα, δὲν ἐβάδιζεν. Ἐκελάδει, ὅταν ὡμίλει. Ἡ φωνή της ἀνεπάλλετο εἰς μυρίους θελκτικοὺς τόνους, κατακηλοῦσα καὶ εἰσδύουσα μέχρι τῆς καρδίας. Καὶ αὐταὶ ἀκόμη αἱ ἀνοησίαι τῆς τρελλῆς της νεότητος εἶχόν τι τὸ ἐπαγωγὸν καὶ ἐράσμιον. Οἱ ποιηταὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τὴν ἐπολιόρκουν διὰ θαυμαστικῶν ἀκροστιχίδων. Οἱ νυκτόβιοι κωμασταὶ διήρχοντο ἀλλεπάλληλοι ὑπὸ τὰ παράθυρά της τονίζοντες ᾄσματα περιπαθῆ. Ὅθεν διήρχετο, ὅπου εὑρίσκετο, εἰς τὰς συναναστροφάς, εἰς τοὺς χορούς, εἰς τὰ κέντρα τῶν περιπάτων, προσείλκυε βλέμματα ἄπληστα θαυμασμοῦ καὶ ἐπιθυμίας. Πρὸ τοῦ βω-