Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ πότε θὰ εὕρωμεν τὸν θεῖόν μου;
Μαλσταμίδης. — Θὰ τὸν εὕρωμεν, μὴ σᾶς μέλῃ.
Ἡ Νεᾶνις καθημένη. — Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἀρνηθῶ τίποτε, ἀφοῦ… μ’ ἐσώσατε…
Μαλσταμίδης. — Θὰ μοῦ τὸ λέγετε κάθε στιγμὴν αὐτό;
Ἡ Νεᾶνις. — Διὰ νὰ μὴ τὸ λησμονήσετε… τὸ μνημονικόν σας εἶνε τόσον ἀσθενές…
Μαλσταμίδης. — Εἰπέτε μου καλλίτερα ποία εἷσθε;
Ἡ Νεᾶνις. — Εἶμαι ἡ φίλη τῆς Καλλιόπης, τοῦτο σᾶς ἀρκεῖ πρὸς τὸ παρόν.
Μαλσταμίδης δυσφόρως. — Πάλιν μὲ τὴν Καλλιόπην;
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Καὶ πάντοτε μ’ αὐτήν.
Μαλσταμίδης. — Ἐπιμένετε λοιπὸν νὰ μὲ πειράζετε;
Ἡ Νεᾶνις. — Ὄχι, ἐπιθυμῶ νὰ ζωογονήσω ὀλίγον τὴν μνήμην σας.
Μαλσταμίδης. — Δὲν ἠμποροῦσα ποτὲ νὰ τὴν ὑποφέρω, θὰ μὲ κάμετε νὰ τὴν μισήσω.
Ἡ Νεᾶνις. — Τὴν καϋμένην!… Τί σᾶς ἔκαμε;
Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Εἶνε ἀνόητος… ἐκάθησε καὶ σᾶς εἶπεν ἕνα σωρὸν ἀνοησίας.
Ἡ Νεᾶνις. — Μὰ σταθῆτε μίαν στιγμήν… διατί τὴν κατηγορεῖτε ἀδίκως; Μήπως εἶνε ψεῦμα ὅτι θαυμάζετε τὴν κυρίαν Ξυλαράκη;
Μαλσταμίδης συγκεχυμένος. — Μά…
Ἡ Νεᾶνις. — Μήπως αὐτὴ δὲν εἷνε ἀλήθεια ὅτι σᾶς ἀγαπᾷ;
Μαλσταμίδης ἐμβρόντητος. — Ἄ!
Ἡ Νεᾶνις. — Αὐτὰ τὰ πράγματα μέσα εἰς τὸ σχολεῖον ἦσαν γνωστὰ εἰς ὅλας.
Μαλσταμίδης. — Γνωστά!…
Ἡ Νεᾶνις. — Βεβαίως.
Μαλσταμίδης ἐν ὀργῇ ἀκατασχέτῳ. — Καὶ σᾶς τὰ διηγήθη αὐτὸ τὸ παλῃοκόριτσον;
Ἡ Νεᾶνις συνοφρυουμένη. — Ἆ, νὰ σᾶς εἰπῶ… μὴ μοῦ λέγετε τὴν φίλην μου παλῃοκόριτσον, διότι δὲν θὰ σᾶς ξαναμιλήσω πλέον.
Μαλσταμίδης ἀνυπομόνως. — Μὰ εἷνε δυνατὸν νὰ κάθεται νὰ σᾶς διηγῆται παραμύθια;