Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Μὲ συγχωρεῖτε διὰ τὴν φίλην σας, ἀλλὰ θὰ μοὶ ἐπιτρέψητε νὰ τὴν ἀποκαλέσω παλῃοκόριτσον…
Ἡ Νεᾶνις ἔκπληκτος. — Παλῃοκόριτσον;
Μαλσταμίδης. — Μάλιστα, διότι αὐτὸ μόνον τὸ ὄνομα τῆς ἁρμόζει.
Ἡ Νεᾶνις. — Τὴν γνωρίζετε;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι εὐτυχῶς.
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ τότε πῶς ὁμιλεῖτε τοιουτοτρόπως περὶ αὐτῆς;
Μαλσταμίδης. — Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ ὅπου μοῦ εἴπατε ἠμπορῶ νὰ ἔχω ἄλλην ἰδέαν περὶ αὐτῆς;
Ἡ Νεᾶνις. — Κυττάξετε πῶς εἷνε καμμιὰ φορὰ τὰ πράγματα. Αὐτὴ ἔχει τὴν καλλιτέραν ἰδέαν περὶ ὑμῶν.
Μαλσταμίδης. — Ποῦ με εἶδε, ποῦ μὲ ξεύρει;
Ἡ Νεᾶνις. — Πῶς; δὲν τὴν ἐβλέπατε εἰς τὸ σπίτι τοῦ κ. Ξυλαράκη;
Μαλσταμίδης. — Ἄλλοτε, τότε ἦτο μικρά· πρὸ τεσσάρων ὅμως ἐτῶν δὲν τὴν ἐπανεῖδον πλέον καὶ νὰ σᾶς εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν δὲν λυποῦμαι καθόλου.
Ἡ Νεᾶνις. — Ἐκείνη ὅμως σᾶς ἐνθυμεῖται.
Μαλσταμίδης. — Μοῦ εἷνε πολὺ ἀδιάφορον.
Ἡ Νεᾶνις. — Πόσαις φοραῖς ὅταν ἐβγαίναμεν περίπατον μὲ ὅλον τὸ σχολεῖον, σᾶς ἀπαντούσαμεν ἔφιππον… καὶ μοῦ ἔλεγε…
Μαλσταμίδης. — Κυρία μου, σᾶς ὁρκίζομαι ὅτι δὲν ἔχω καμμίαν περιέργειαν νὰ μάθω τί σᾶς ἔλεγεν αὐτή. Ἐὰν θέλετε νὰ μ’ εὐχαριστήσετε θὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μοῦ εἰπῆτε ποία εἷσθε σεῖς…
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ κατὰ τί θὰ σᾶς ὠφελήσῃ;… μήπως φροντίζετε νὰ εὕρετε τὸν θεῖόν μου;
Μαλσταμίδης δυσανασχετῶν. — Μὰ ἀφοῦ δὲν μοῦ λέγετε ποῖος εἶνε…
Ἡ Νεᾶνις θρυπτομένη φιλαρέσκως. — Μ’ ἔχετε τόσην ὥραν εἰς τὸν κῆπον καὶ μὲ κουράζετε μὲ τὴν ὁμιλίαν σας…
Μαλσταμίδης ἔκπληκτος. — Κυρία μου…
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Μὲ τοὺς περιπάτους σας θέλω νὰ εἰπῶ…
Μαλσταμ. — Ἐλᾶτε νὰ καθήσωμεν ἂν εἷσθε κουρασμένη.
Ἡ Νεᾶνις. — Νὰ καθήσωμεν;
Μαλσταμίδης. — Μίαν στιγμήν… ἰδού, αὐτὸ τὸ θρανίον…