Μαλσταμίδης. — Πηγαίνομεν ὅπου θέλετε, κυρία μου… καὶ εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἂν τὸ ἐπιθυμῆτε.
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ὄχι δὰ τόσον μακρυά…
Μαλσταμίδης. — Ὁ δρόμος θὰ μοῦ φανῇ τόσον σύντομος μαζῆ σας…
Ἡ Νεᾶνις. — Καὶ τί θὰ εἰπῇ μία κυρία τὴν ὁποίαν θαυμάζετε;
Μαλσταμίδης. — Ποία κυρία;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἐλᾶτε τώρα, κάμνετε ὅτι δὲν ἐννοεῖτε…
Μαλσταμίδης θορυβούμενος. — Σᾶς βεβαιῶ.
Ἡ Νεᾶνις. — Προσέξατε τῇς σκάλαις νὰ μὴ μὲ ῥίξετε… καὶ τότε ὅλη σας ἡ δόξα ὅτι μ’ ἐσώσατε θὰ πάγῃ χαμένη.
Μαλσταμίδης κατερχόμενος τὴν κλίμακα μετὰ τῆς νεάνιδος. — Προσέχω, προσέχω… ἀλλὰ μὲ τί κακίαν μοῦ τὰ λέγετε ὅλα…
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ποῦ εὑρίσκετε τὴν κακίαν ὅταν σᾶς λέγω ὅτι θαυμάζετε μίαν κυρίαν;… καὶ ἔχετε δίκαιον· εἷνε τόσον ὡραία…
Μαλσταμίδης. — Μοῦ φαίνεται ὅτι ἀπατᾶσθε.
Ἡ Νεᾶνις. — Ὅτι εἷνε ὡραία;
Μαλσταμίδης. — Ὄχι, ὅτι τὴν θαυμάζω.
Ἡ Νεᾶνις γελῶσα. — Ἄ, ἄ! θέλετε νὰ μᾶς τὸ κρατήσετε καὶ μυστικόν;
Μαλσταμίδης. — Ποιὸς σᾶς τὸ εἶπεν;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἡ ἀνεψιά της, εἴμεθα μαζῆ εἰς τὸ σχολεῖον, καὶ πολὺ φίλαι.
Μαλσταμίδης — Ἡ Καλλιόπη;
Ἡ Νεᾶνις μειδιῶσα. — Βλέπετε πῶς συνεννοούμεθα;
Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Ἆ, αὐτὴ ἡ ἀνόητη σᾶς τὰ εἶπε;.. καὶ τὰ ἐπιστεύσατε σεῖς;
Ἡ Νεᾶνις. — Ἀνόητη;
Μαλσταμίδης μειλιχίως. — Ἄ, κυρία μου, σᾶς βεβαιῶ ὅτι εἶνε συκοφαντίαι…
Ἡ Νεᾶνις. — Αὐτὸ σᾶς συμφέρει νὰ λέγετε σεῖς.
Μαλσταμίδης ὀργίλως. — Ἔπειτα πῶς δὲν ἐντράπη νὰ σᾶς εἰπῇ τέτοια πράγματα, καὶ νὰ κατηγορῇ τὴν θείαν της…
Ἡ Νεᾶνις ἐκθύμως. — Δὲν τὴν κατηγόρησεν… ἐκ τοὐναντίον μάλιστα· μοῦ ἔλεγε τόσους ἐπαίνους δι’ ἐσᾶς, ὅστις θυσιάζεσθε ὑπὲρ αὐτῆς.