Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 097.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
97

Ἡ κ. Ξυλαρ. — Δὲν ἠξεύρεις τί μοῦ ἔλεγε τόσην ὥραν...

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ εἶχε τύχην νὰ τὴν ἔπαιρνε, διότι εἶναι πολὺ καλὸς νέος ὁ Μαλσταμίδης.

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αὐτὸ εἶνε τὸ σχέδιόν μου.

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ τὴν πάρῃ;

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Βεβαίως.

Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἀναπηδῶν ἐκ χαρᾶς. — Μὰ αὐτὸ εἶνε λαμπρὸν σχέδιον.

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἀκοῦς ἐκεῖ!

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Πῶς θὰ τὸ κατορθώσῃς ὅμως;

Ἡ κ. Ξυλαράκη. Μὴ σὲ μέλῃ.

Ὁ κ. Ἰσίδωρος εἰς ἄκρον περιχαρής. — Ἄχ, δὲν ἠξεύρεις τί χαρὰν μοῦ δίδεις, Χαρίκλειά μου… Ὀρφανὸν τὸ καϋμένον, χωρὶς προῖκα, καθὼς εἶνε… ἂν καὶ θὰ τῆς δώσω ἐγὼ κἄτι τί… ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ αὐτό;.. Ὁ Μαλσταμίδης εἶνε τόσον πλούσιος!..

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ μὲ ἀφήσῃς ὅμως νὰ διευθύνω ἐγὼ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν…

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἐννοεῖται… κάμε ὅ,τι θέλεις.

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ὥστε νὰ τοῦ εἰπῶ νὰ ἔλθῃ μαζῆ μας τώρα ποῦ θὰ κατέβωμεν;

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διατί νὰ κατέβωμεν;

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μά… διὰ τὸ κεφάλι σου…

Ὁ κ. Ἰσίδωρ. — Ἆ, μοῦ ἐπέρασε… δὲν ἔχω πλέον τίποτε.

Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Δηλαδὴ δὲν εἶχε ποτὲ τίποτε.

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ φάγωμεν ἐδῶ… καὶ αὔριον τοῦ λέγομεν κ’ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι… τοῦ λέγεις μάλιστα νὰ ἔρχεται δύο τρεῖς φοραῖς τὴν ἑβδομάδα… καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν καὶ καθημέραν.

Ἡ κ. Ξυλαράκη ἀνήσυχος. — Νὰ σοῦ εἰπῶ ὅμως ἕνα πρᾶγμα… δὲν πρέπει νὰ δείξωμεν πολλὴν βίαν… δὲν πρέπει νὰ ἐννοήσῃ ὅτι τὸν ἐξαναγκάζομεν εἰς αὐτό.

Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ὄχι βέβαια.

Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Διότι εἶνε ἀλήθεια, ὅτι κἄπως τοῦ ἀρέσει τώρα… ξεύρω ὅμως ἐγὼ ἂν θὰ τοῦ ἀρέσῃ πάντοτε;

Ὁ κ. Ἰσίδωρος περιαλγής. — Ἆ!..

Ἡ κ. Ξυλαρ. — Ἐνδεχόμενον καὶ νὰ μὴ θελήσῃ νὰ τὴν πάρῃ.