Ἡ κ. Ξυλαρ. — Δὲν ἠξεύρεις τί μοῦ ἔλεγε τόσην ὥραν...
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ εἶχε τύχην νὰ τὴν ἔπαιρνε, διότι εἶναι πολὺ καλὸς νέος ὁ Μαλσταμίδης.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Αὐτὸ εἶνε τὸ σχέδιόν μου.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ τὴν πάρῃ;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Βεβαίως.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος ἀναπηδῶν ἐκ χαρᾶς. — Μὰ αὐτὸ εἶνε λαμπρὸν σχέδιον.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ἀκοῦς ἐκεῖ!
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Πῶς θὰ τὸ κατορθώσῃς ὅμως;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. Μὴ σὲ μέλῃ.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος εἰς ἄκρον περιχαρής. — Ἄχ, δὲν ἠξεύρεις τί χαρὰν μοῦ δίδεις, Χαρίκλειά μου… Ὀρφανὸν τὸ καϋμένον, χωρὶς προῖκα, καθὼς εἶνε… ἂν καὶ θὰ τῆς δώσω ἐγὼ κἄτι τί… ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάμῃ καὶ αὐτό;.. Ὁ Μαλσταμίδης εἶνε τόσον πλούσιος!..
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Νὰ μὲ ἀφήσῃς ὅμως νὰ διευθύνω ἐγὼ αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν…
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ἐννοεῖται… κάμε ὅ,τι θέλεις.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Ὥστε νὰ τοῦ εἰπῶ νὰ ἔλθῃ μαζῆ μας τώρα ποῦ θὰ κατέβωμεν;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Διατί νὰ κατέβωμεν;
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Μά… διὰ τὸ κεφάλι σου…
Ὁ κ. Ἰσίδωρ. — Ἆ, μοῦ ἐπέρασε… δὲν ἔχω πλέον τίποτε.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἰδίᾳ. — Δηλαδὴ δὲν εἶχε ποτὲ τίποτε.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Νὰ φάγωμεν ἐδῶ… καὶ αὔριον τοῦ λέγομεν κ’ ἔρχεται εἰς τὸ σπίτι… τοῦ λέγεις μάλιστα νὰ ἔρχεται δύο τρεῖς φοραῖς τὴν ἑβδομάδα… καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὀλίγον καιρὸν καὶ καθημέραν.
Ἡ κ. Ξυλαράκη ἀνήσυχος. — Νὰ σοῦ εἰπῶ ὅμως ἕνα πρᾶγμα… δὲν πρέπει νὰ δείξωμεν πολλὴν βίαν… δὲν πρέπει νὰ ἐννοήσῃ ὅτι τὸν ἐξαναγκάζομεν εἰς αὐτό.
Ὁ κ. Ἰσίδωρος. — Ὄχι βέβαια.
Ἡ κ. Ξυλαράκη. — Διότι εἶνε ἀλήθεια, ὅτι κἄπως τοῦ ἀρέσει τώρα… ξεύρω ὅμως ἐγὼ ἂν θὰ τοῦ ἀρέσῃ πάντοτε;
Ὁ κ. Ἰσίδωρος περιαλγής. — Ἆ!..
Ἡ κ. Ξυλαρ. — Ἐνδεχόμενον καὶ νὰ μὴ θελήσῃ νὰ τὴν πάρῃ.