Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Διατί δὲν ἦλθες μὲ τῶν πέντε ὅπως ἐμείναμεν σύμφωνοι;
Μαλσταμίδης ἐν στενοχωρίᾳ — Μά....
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὰς τέσσαρας ἐδῶ.
Μαλσταμίδης μειδιῶν. — Ἇ, εἶπες ἀπὸ τὰς τέσσαρας;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Πᾶμε νὰ καθήσωμεν εἰς ἐκεῖνο τὸ θρανίον ἐκεῖ.
Μαλσταμίδης προχωρῶν εἰς τὸ θρανίον. — Πᾶμε.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Τί σοῦ συμβαίνει καὶ εἶσαι σκεπτικός;
Μαλσταμίδης. — Φοβοῦμαι, Χαρίκλειά μου, ὅτι μᾶς ἐνόησαν καὶ πρέπει νὰ λάβωμεν τὰ μέτρα μας.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Καλὲ δὲν βαρύνεσαι.
Μαλσταμίδης. — Ἄκουσέ με ποῦ σοῦ λέγω.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Μὴ σὲ μέλῃ καὶ ἔχω ἐγὼ ἕνα σχέδιον…
Μαλσταμίδης. — Προχθὲς εἶδα τὸν ἄνδρα σου, ὅστις μ’ ἐκύταζε μὲ πολὺ περίεργον τρόπον.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Δὲν τοῦ περνᾷ καμμία ἰδέα.
Μαλσταμίδης. — Ἂν τὸν περάσῃ ὅμως;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Τὶ δειλὸς ποῦ εἶσαι, καϋμένε.
Μαλσταμίδης. — Δὲν εἶμαι δειλὸς, συλλογίζομαι ἐσένα.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη, καθημένη ἐπὶ τοῦ θρανίου. — Δι’ ἐμὲ μὴ φοβῆσαι. Ἰδοὺ τί ἐσκέφθην.
Μαλσταμίδης ὄρθιος πρὸ αὐτῆς. — Δὲν εἴμεθα καλὰ ἐδῶ.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Διατί;
Μαλσταμίδης βλέπει κύκλῳ αὐτοῦ. — Ὁ ἥλιος δὲν ἔδυσεν ἀκόμη καὶ ἠμποροῦν νὰ μᾶς ἰδοῦν. Δὲν βλέπεις τί κόσμος εἶνε;
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Αἴ, καὶ σὰν μᾶς ἰδοῦν, τί πειράζει; νὰ ἡ ὥρα νὰ μὴν εἰμποροῦμεν νὰ καθήσωμεν πλέον μαζῆ.
Μαλσταμίδης καθήμενος παρ’ αὐτῇ. — Ξεύρω κ’ ἐγώ.
Ἡ Κ. Ξυλαράκη. — Ἐσὺ φοβεῖσαι ἐπειδὴ ἔχεις τὴν ἰδέαν .... νομίζεις ὅτι ὁ κόσμος δίδει καμμίαν προσοχήν;
Μαλσταμίδης ἀσπαζόμενος τὴν χεῖρά της. — Εἶσαι ἄγγελος!
Ἡ Κ. Ξυλαράκη ἀποσύρουσα τὴν χεῖρα καὶ μετὰ δέους βλέπουσα πρὸς τὸ μέρος ὅπου διέρχεται ὁ κόσμος. — Μὴν εἶσαι ἀνόητος .... Ἂν σὲ ἰδοῦν ὅτι μοῦ φιλεῖς τὸ χέρι, βέβαια θὰ ὑποθέσουν ὅτι....
Μαλσταμίδης σφίγγει αὐτῇ τὴν χεῖρα. — Τί νὰ κάμω, ποῦ σὲ τρελλαίνομαι;