Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 085.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
85

Μὰ ὁ Κωνσταντῖνος δὲν δειλιᾶ, ἀτρόμητο λειοντάρι
Κρατεῖ ’ς τὸ χέρι τὸ σταυρό, ’ς τὸ ἄλλο τὸ κοντάρι,
Στὴ πόλι, ’σὰν Ἀρχάγγελος, ὡραῖος παραστέκει…
Χύνεται ’σὰν τὴν ἀστραπὴ καὶ ’σὰν ἀστροπελέκι
— Λὲς καὶ παλεύ’ ὁ Θάνατος μὲ τὴν Ἀθανασία —
Δὲν παραδίνει τὰ κλειδιὰ καὶ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά της.
Μαζῆ μ’ αὐτὴν πέφτει κι’ αὐτὸς μαρτυρικὴ θυσία
Καὶ παραδίνει τὴν ψυχὴ ’ς τὸ ψυχομάχημά της.
Καὶ μπαίνει μέσα τ’ ἄγριο ἀμέτρητο ἀσκέρι
Κι’ ἀπ’ ἄκρη ὡς ἄκρη χαλασμὸ ἀρχίζει καὶ μαχαῖρι,
Γκρεμίζουν τὰ εἰκονίσματα καὶ τ’ ἅγια κανδήλια,
Κυλοῦν τὰ δισκοπότηρα, πατοῦν τὰ πετραχήλια,
Ξεσχίζουν τὴ σημαία μας καὶ σπᾶνε τὸ σταυρό της
Καὶ δὲν χορταίν’ ἡ λύσσα τους εἰς τὸ μαρτύριό της.
Καὶ πνίγουνε ’ς τὰ αἵματα γέρους, παιδιά, παρθέναις,
Καὶ πλημμυροῦν ᾑ θάλασσες καὶ διώχνουν πικραμμέναις,
Τὰ φουσκωμένα κύματα νὰ φύγουν ἕνα ἕνα
Νὰ πᾶνε μαρτυριάτικα ’ς τὸν κόσμο ’ματωμένα,
Νὰ ’διαλαλήσουν θλιβερὰ ’ς τὴν οἰκουμένη ὅλη
«Μᾶς πῆραν τὴν Ἁγιὰ Σοφιά, μᾶς ’πρόδωκαν τὴν Πόλι!»

Δ′

Τώρα τὸ μισοφέγγαρο χλωμὸ σὰν νεκροκέρι,
Φωτίζει χάρο καὶ σκλαβιά, ζευγαρωμένο ταῖρι.
Διάβαιναν χρόνια διάβαιναν βουβά, φαρμακεμμένα
Σὰν νύχτα ἀξημέρωτη δίχως ἀστέρι ἕνα,
Μὰ κάθε χρόνος ποὔσβυνε ’ς τὴ σκοτεινιὰ ἐκείνη,
Ἕνας ’ς τὸν ἄλλονε κρυφὸ παράπονο ἀφίνει…
Μιὰ μιὰ περνοῦν ᾑ γενεές, κ’ ἡ μιὰ ’ς τὴν ἄλλη γέρνει
Καὶ μιὰ εὐχή, κληρονομιὰ τοῦ Κωνσταντίνου, φέρνει.
Χίλιες καρδιαῖς κρυφὰ κρυφὰ τὸ ’μάθαιναν καὶ χίλια
Τοῦ Κωνσταντίνου τὴν εὐχὴ ἐψιθυρίζαν χείλια,
Ὡς ὅτου μιὰν αὐγὴ γλυκειὰ ὁ Ῥήγας ξημερόνει
Καὶ χύνει λάλημα γλυκὸ τῆς λευτεριᾶς τ’ ἀηδόνι.
Κ’ ἐν ᾧ ἀπ’ τὰ βάθη τῆς σκλαβιᾶς, τὰ σκότη τοῦ θανάτου
Μύριες ἀναγαλλιάζουνε ψυχαῖς ’ς τὸ λάλημά του,
Μιὰ ὄχεντρα τὸ αἷμά του φαρμακερὴ τοῦ πίνει…
Αὐστρία, σκύλα ἄπιστη, φαρμάκι νὰ σοῦ γίνῃ!