Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1888 - 084.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
84

Νὰ πάρω δίπλα τὰ βουνὰ τῆς Ῥούμελης καὶ πάλι,
Νὰ σμίξω ἀθάνατη γενειά, λεβέντισσα, μεγάλη,
Τοῦ Πίνδου τοὺς σταυραετοὺς ’ς ἀπάτητα λημέρια
Ποὖταν ξεφτέρια ’ς τὸ χορό, ’ς τὸν πόλεμο ξεφτέρια·
Νὰ ἰδῶ χιλιάδες λεβεντιά, χιλιάδες παληκάρια,
Θαλασσοπούλια τῶν Ψαρῶν καὶ τῆς Γραβιᾶς λεοντάρια,
Ποῦ λὲς καὶ ἄνοιγε ἡ γῆ εἰς τὸ περπάτημά τους!
Ποῦ λὲς κι’ ὁ Χάρος ’σκιάζονταν καὶ τρόμαζε ’μπροστά τους.
Ἄχ! πλάνησέ με μιὰ στιγμὴ καὶ πάλι, φαντασία,
Εἰς τοῦ εἰκοσιένα μας τὴν ἅγια φωταψία.
Νὰ θυμηθῶ τὴ δόξα μας τὴ κοσμογυρισμένη
Ποὖχε τὴ νίκη συντροφιὰ ’ς τὸ αἷμα βαφτισμένη,
Ποῦ τὴν ἀντιλαλούσανε κ’ ᾑ θάλασσες κ’ οἱ λόγγοι
Κ’ ἔχυσε λάμψι ἀθάνατη ἐκεῖ ’ς τὸ Μεσολόγγι,
Λάμψι π’ ἀκόμα ὁ οὐρανὸς δὲν εἶχεν ἀντικρύσει,
Λάμψι ὅπου ἐθάμβωσε Ἀνατολὴ καὶ Δύσι!


....................................................................................................................................................................................................................................................



Γ′

Ποῦ εἶναι ἡ ’περήφανη ἡ Πόλι ἡ ζηλεμμένη,
Ποῦ δὲν ὑπάρχει δεύτερη ’ς τὴ γῇ, ’ς τὴν οἰκουμένη,
Γιατὶ δυὸ σμίγουν θάλασσες καὶ τὴν κρυφοφιλοῦνε
Καὶ ’ς τὴ ’μορφιά της δυὸ στεριὲς μὲ ζήλι’ ἀντιμιλοῦνε;
Ποῦ εἶναι τῆς Πεντάμορφης ἡ νειότη καὶ ἡ χάρι,
Τοῦ κόσμου τὸ προσκύνημα, τοῦ κόσμου τὸ καμάρι,
Ποῦ χαμηλόνει ὁ οὐρανὸς νὰ κλέψῃ τὴ ’θωριά της
Καὶ ἀκουμβάει γελαστὸς εἰς τὴν Ἅγιὰ Σοφιά της;
Τὴν εἶδε ἡ ἄπιστη Φραγκιὰ καὶ τὴν κρυφοζηλεύει,
Τὴν εἶδε καὶ τὰ σπλάχνα της ὁ φθόνος φαρμακεύει,
Γιὰ δὲν τὴν θέλει χριστιανὴ παρθένα Ἑλληνοποῦλα
Μόνο τὴ θέλει βάρβαρη, χανούμισσα καὶ δοῦλα…
Χιλιάδες ἐπλακώσανε κοπάδια ἀπ’ τὴν Ἀσία
Δίχως τιμὴ καὶ ὄνομα καὶ δίχως ἱστορία,
Σὰν ν’ ἄνοιξε ἡ Κόλασι ἀπὸ τὸ μαῦρο ᾍδη
Καὶ ’βγῆκαν, ’βγῆκαν τέρατα ἀπ’ τὸ βαθὺ σκοτάδι....
Μαζί τους ’σέρναν γογγυτά, αἵματα, φλόγες, πίσσα
Σφαγή, κατάραις καὶ βρισιές, ἀλαλαγμὸ καὶ λύσσα.