Ἐν συναναστροφῇ. Ὁ κύριος ζητεῖ νὰ πωλήσῃ εὐφυΐαν εἰς κυρίαν παρακαθημένην.
— Δὲν ἀγαπῶ διόλου τοὺς βλᾶκας....
Καὶ ἡ κυρία ἀνακουφιζομένη:
— Εὖγε! Αὐτὸ σᾶς συνιστᾷ. Θὰ ’πῇ ὅτι δὲν εἶσθε ἐγωϊστής!
- Συζυγικαὶ σκηναί.
Ὁ σύζυγος ἀνακαλύπτει ὑπόπτους σχέσεις τῆς συζύγου του.
— Δὲν ’ντράπηκες, ἀθλία, νὰ κάμνῃς κόρτε μὲ τὸν καλλίτερόν μου φίλον…
Καὶ ἐκείνη μετὰ τόνου:
— Ἆ προτιμοῦσες νὰ τὸ κάμνω λοιπὸν μὲ τὸν χειρότερόν σου ἐχθρόν;…!
Ὁ Ἀγαθόπουλος θέλει ν’ ἀποφύγῃ τὴν αἴτησιν φίλου ζητοῦντος νὰ τῷ πέμψῃ ἐντὸς ἐπιστολῆς δανεικὰ δέκα φράγκα.
«Ἤθελα — τῷ γράφει — εὐχαρίστως νὰ σοῦ ἐσωκλείσω ἐδὼ τὰ δέκα φράγκα, ἀλλὰ τὰ ’θυμήθηκα ἅμα ἔρριψα τὴν ἐπιστολήν μου εἰς τὸ γραμματοκιβώτιον....
Ὁ κ. Ἀνυπόφορος εἶνε ἀθεόφοβος λιμαδόρος. Οὐαὶ εἰς ὅσους τὸν συναντήσουν καθ’ ὁδόν.
Προχθὲς συναντᾶ τὸν κ. Παράξενον, τὸν ὁποῖον σταματᾶ ἕτοιμος νὰ τὸν λιμάρη:
— Ξεύρεις, φίλε μου....
— Ξεύρω, ἀδελφέ, ξεύρω καὶ εἶμαι μάλιστα καθ’ ὅλα σύμφωνος εἰς ὅ,τι διανοεῖσαι νὰ μοῦ ’πῇς....
Καὶ ὅπου φύγῃ—φύγῃ.