Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 319.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
319

χοντα καὶ ὡδηγήθημεν εἴς τι ξενοδοχεῖον, οὗ τινος οἱ γλοιώδεις τοῖχοι καὶ τὸ ὀλισθηρὸν ἔδαφος δὲν μᾶς ἐμπόδισαν νὰ εἰσελάσωμεν, ἐνθαρρυνόμενοι ἐκ τῆς πείνης, ὡς ἕλληνες χωροφύλακες ἐν τῇ οἰκίᾳ φυγοδίκου.

Δι’ ἔλλειψιν menu ὁ Δὸν Γκαρσίας ἀπεκάλυψε τοὺς λέβητας ἵνα μᾶς ἐπιδείξῃ τὰ ὄψα του. Ἐντὸς παμμεγίστου λέβητος πλήρους ἐρυθροῦ ὕδατος, ὡς ναυάγια ἐν Ὠκεανῷ ἐπέπλεον πάμνιές τινες, ἐκ τῆς ἀνασκαλεύσεως δὲ διὰ πελωρίου κοχλιαρίου ἐπεφάνησαν τεμάχιά τινα κρέατος, ὡς μᾶς ἐβεβαίου, ἀποσπασθέντα τίς οἶδε ἀπὸ ποῖον γηραιὸν λείψανον ἀροτριῶντος βοός. Δὲν ἐνθυμοῦμαι ἀκριβῶς τίς θεῖος φιλόσοφος εἶπεν ὅτι ἡ μεγαλειτέρα ὄρεξις εἶναι ἡ πεῖνα· τὴν ἀλήθειαν τῶν λόγων τούτων οὐδέποτε ἐξετίμησα πλειότερον.

Ἐξηντλημένοι καὶ κατάκοποι ἐπορεύθημεν εἰς τὴν φιλόξενον στέγην τοῦ φίλου μας. Ὁ ὕπνος δὲν ἐβράδυνε νὰ ἔλθῃ εὐεργετικὸς καὶ καλλιόνειρος. Ὠνειρευόμην ὅτι ὁ κ. Διληγιάννης ῥυμουλκούμενος ὑπὸ τοῦ κ. Σιγάλα ἐκήρυττε τὸν πόλεμον. Ὁ κ. Σιγάλας κρατῶν ὑψηλὰ τὸ λάβαρον τῆς ἐθνεγερσίας, παρώτρυνε τὰ μαινόμενα πλήθη εἰς μάχην διὰ λόγων καὶ μιμικῶν σχημάτων. Ἡ μάχη ἤρχισεν. Αἴφνης κρότοι πυροβολισμῶν καὶ θόρυβος, οἱονεὶ κλαγγὴ ὅπλων, μ’ ἐξηνάγκασαν νὰ ἐκτιναχθῶ τῆς κλίνης. Σπεύδω μὲ τὴν νυκτερινὴν ἐνδυμασίαν μου πρὸς τὰ ἔξω. Φεῦ! δὲν ἦσαν πολεμικοὶ παιᾶνες μήτε θούρια πρὸς τοὺς ἄνδρας Ἀρκάδας: ἦσαν οἱ γρυλλισμοὶ τῶν χοίρων, οἵτινες δραπετεύσαντες τῆς μάνδρας των εἰσήλασαν ἐν τῇ πόλει, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν συνήθειαν, καὶ οὓς ὁ ἀστυνόμος ἑπόμενος τῷ ἀναμορφωτικῷ συστήματι ἐπυροβόλει. Τοῦτο φαίνεται ἐγίνετο συνεχῶς, διότι ὅτε ἐξηρχόμεθα ἠκούσαμεν τὸν παραπλεύρως ὑπνώττοντα φίλον νὰ μᾶς λέγη:

— Μὴ ἀνησυχῆτε! δὲν εἶναι τίποτε! ὁ Ἀστυνόμος βαράει τὰ γουρούνια!…

Ἐν Ἀθήναις, τῇ 14 Σεπτεμβρίου 1886.

Θεοδ. Βελλιανιτησ.