Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 136.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
136

γραφεῖόν μου, εἰς ὃ μένω καθηλωμένος δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, ξεκαρφονώμενος ἐνίοτε σπασμωδικῶς εἰς τὸ ἔρρινον γρύλλισμα τῶν διερχομένων ἑκάστοτε νεκροψαλτῶν.

Ἡ ζωὴ — σκέπτομαι τότε — κοστίζει τόσον ἀκριβά, ἐν Ἀθήναις μάλιστα, εἶνε τόσον βραχεῖα ὡς ἐκ τῆς βραχύτητος τῶν ἡδονῶν καὶ τόσον ἐξ ἀντιθέτου μακρὰ ὡς ἐκ τῆς παρατάσεως τῶν συμφορῶν, ἐξ ὧν σύγκειται κατὰ τὰ ἐνενῆντα ἐννέα ἑκατοστά, ἀριθ. 99/100, ὥστε μόλις κατορθοῖ τις νὰ κερδίσῃ τὸ ἀδιόρατον ἐκεῖνο ἓν ἑκατοστὸν, τὸ διαλανθάνον ὡς ὄνειρον ἢ σκιά, τὸ ἀφανιζόμενον, ὡς φωτεινὴ βολίς, στιγμιαία δηλ. ὑποψία φωτός, εἰς τῆς νυκτὸς τὸν ἀπέραντον ζόφον. Καί, ἄν μοι ἐπιτρέπητε μίαν ποιητικὴν παρομοίωσιν, ἡ ζωὴ εἶνε ἓν ἀτελεύτητον ἀστροφεγγὲς μεσονύκτιον.

Καὶ ὅμως τὸ ἑκατοστημόριον ἐκεῖνο τῆς ζωῆς, τὸ ὁποῖον ἀξίζει τὰ ὑπόλοιπα 99/100 αὐτῆς, κατὰ τὸ ὁποῖον πράγματι ζῆτε, δηλαδὴ εἶσθε ἢ νομίζετε, ἀδιάφορον, ὅτι εἶσθε εὐτυχής, εἴτε διότι ἀνακύπτετε ἐκ τοῦ καμάτου τῆς ἐργασίας διὰ νὰ ἀναπνεύσητε, εἴτε διότι σᾶς ὑπεσχέθη ἓν φίλημα ἡ ἐρωμένη σας ἢ καμμίαν θέσιν δημοσίαν ὁ κ. Ἀναγνωστόπουλος, εἴτε διότι ἐκλέψατε τὰ ἅλατα ἢ κανὲν οἰκόπεδον τοῦ δημοσίου, εἴτε διότι κατωρθώσατε νὰ καταπίητε μετὰ τοῦ δικηγόρου τὰ χρήματα τοῦ ἀντιδίκου σας, εἴτε… εἴτε… τὴν στιγμήν, λέγω, ἐκείνην τὴν εὐφρόσυνον, ἣν ἀναμένετε μετ’ ἀγωνιώδους ἐλπίδος, ὡς τὴν ἐκκύβευσιν τοῦ λαχείου σας ἀπὸ τοῦ βάθους 100,000 ἀριθμῶν, τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὴν ἀνεκτίμητον, ἣν ἐπληρώσατε τίς οἶδε μὲ πόσα δάκρυα, καὶ συγκινήσεις καὶ παλμοὺς προςδοκίας, ἔρχεται νὰ σᾶς τὴν ἀφαιρέσῃ ἀπανθρώπως καὶ μετὰ τῆς σκληροτέρας εἰρωνείας, ἡ ἀπαισιωτέρα εἰκὼν, ἡ εἰκὼν τοῦ θανάτου διερχομένη πρὸ ὑμῶν.

Ἀλλ’ ἂν οἱ νεκροὶ χρεωστοῦσιν εἰς τοὺς κληρονόμους των, ἤθελα νὰ ἤξευρα τί χρεωστῶ ἐγὼ εἰς τοὺς νεκρούς, τοὺς παρελαύνοντας πρὸ τῆς θύρας καὶ τῶν παραθύρων μου.