Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου 1887 - 128.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
128

γυιῶν διέρχεται ὄχημα, προπορεύεται εἰς δέκα ἢ δώδεκα βημάτων ἀπόστασιν ἀπ’ αὐτοῦ ἀνὴρ ἢ παῖς εὐσταλὴς, εὐσκελὴς καὶ γυμνόπους, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον, ὅστις φέρει ἀνυψωμένην ῥάβδον μακρὰν, καὶ ἐνῷ τρέχει κατάρρυτος ὑπὸ ἱδρῶτος ἐκ τοῦ μακροῦ δρόμου καὶ τοῦ δυσφορήτου καύσωνος ἐκείνων τῶν κλιμάτων, ἐπιφωνεῖ πρὸς τοὺς διαβάτας… τὶ νομίζετε; — «ἐμπρὸς; — ὄχι, ἀλλὰ «τόπον!» πρᾶγμα παράδοξον, διότι οὕτω καὶ οἱ τῶν Παρισίων ἁμαξηλάται «place!» λέγουν ἐκεῖνοι, «place!» τοῦθ’ ὅπερ ἀκούων ἕκαστος πεζοπόρος, δὲν βάλλεται νὰ τρέχῃ καὶ αὐτὸς ἐμπρὸς, ἀλλ’ ἀποχωρεῖ πρὸς τὰ πλάγια τῆς ὁδοῦ ἀπτόητος καὶ ἥσυχος, μὴ βλέπων ἀνάγκην οὐδὲ νὰ στραφῇ ὅπως ἴδῃ τί τὸ ἐρχόμενον ὀπίσω του — διὸ καὶ εἰς τὸν βάρβαρον καθ’ ἡμᾶς τόπον ἐκεῖνον, τὸ Κάϊρον λέγω, οὐδέποτε ἐκ τῶν ὀχημάτων συμβαίνει δυστύχημα, ὁποῖον εἰς τὸν ξένον περὶ οὗ ἔχω νὰ διηγηθῶ, καὶ πιστεύω ὅτι πολλοὶ δὲν θὰ βαρυνθῶσι νά μὲ ἀκούσωσιν, ἐπειδὴ εἶνε βραχὺς ὁ λόγος.

Ὁ ξένος ἡμῶν, ἄνθρωπος μεσῆλιξ, σωματώδης δὲ καὶ προγάστωρ, ἔτυχε διερχόμενος τὴν πλατεῖαν τοῦ Συντάγματος, αὐτοῦ τοῦ συντάγματος τοῦ παραγαγόντος τὴν γνωστὴν προκοπὴν τῆς Ἑλλάδος, καὶ κατευθυνόμενος πρὸς τὴν ὁδὸν Ἑρμοῦ. Ἔκαιεν ὁ ἥλιος, καὶ ὁ ξένος ἐσπόγγιζε τὸν ἱδρῶτα τοῦ μετώπου του διὰ λευκοῦ μαντιλλίου, ὅτε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Σταδίου, κατέβαινεν ὄχημα βιαστικὸν, κατὰ γρᾶμμα. Τὸ ὄχημα ἔφερεν ὁδοιπόρον μετὰ τῆς αὐτοῦ ἀπαρτίας (bagage) καὶ ἐφαίνετο σπεῦδον πρὸς τὸν σταθμὸν τοῦ ἀπ’ Ἀθηνῶν εἰς Πειραιᾶ σιδηροδρόμου.

«Ἐμπρὸς!» ἀνακράζει πρὸς τὸν ξένον ὁ ἁμαξηλάτης κροταλίσας ἐνταὐτῷ τὴν μάστιγά του εἰς σημεῖον ἀκαθέκτου ὁρμῆς — μόλις δ’ ἀκούει ὁ ἄνθρωπος τὸ κακόστομον τοῦτε «ἐμπρὸς!» — καὶ τὸ λέγω κακόστομον, διότι καὶ αὔθαδες εἷνε καὶ συνήθως ἐκφέρεται διὰ φωνῆς ἐρρίνου, οἵα ἐν ταῖς λιταῖς τῶν ἱεροδιακόνων, — καὶ ἐξηγήσεις αὐτὸ φυσικώτατα ἐξακολουθεῖ νὰ προχωρῇ πρὸς τὰ ἐμπρὸς, ἐν τῇ ἰδέᾳ ὅτι πρὸς τὰ ἐμπρὸς οὐδεὶς ὑπῆρχε κίνδυνος δι’ αὐτὸν, παρακελευόμενον νὰ προχωρῇ καθὼς ἐπροχώρει — ἐφυλάχθη λοιπὸν τοῦ νὰ τρέψῃ τὸ βῆμα πρὸς τὰ πλάγια, δεξιὰ ἢ ἀριστερὰ, μᾶλλον ἐκεῖ ἀπεικάζων τὸν κίνδυνον. Μὴ δὲν ἤκουσε τὸν διφρηλάτην ἀνακράξαντα «ἐμπρὸς!»; Ἐμπρὸς λοιπὸν καὶ αὐτὸς ἐξηκολούθησε νὰ πορεύεται. Ἔβλεπε τὸν τροῦλον τῆς Καπνικαρέας, καὶ εἰς αὐτὸν προσηλωμένος ὡς οἱ ναυτιλλόμενοι πρὸς τὸν πολικὸν ἀστέρα, ἐσκέπτετο πῶς νὰ διατηρῆται ἐκεῖ αὐτὸ τὸ πρόσ-