Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 043.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
43

τὴ χτυπήσῃ, μὰ δὲν προφταίνει. Ὁ κεροστάτης πέφτει ἀπὸ τὸ χέρι του, σπάει τὸ φλυντζάνι καὶ ὁ Κωστῆς σωριάζεται στὴν πολυθρόνα μὲ τὸ κεφάλι πίσω).

Δέσπ. (πετιέται ὁλόρθη). Τί εἶνε;... Κωστῆ!.. (καμμία ἀπάντηση). Κωστῆ!.. (ὁρμάει, τὸν πιάνει, τὸν κουνεῖ ἀλαφρά). Κωστῆ, Κωστῆ... μ’ ἀκοῦς;

Κωστ. (φαίνεται πὼς κἄτι θέλει νὰ πῇ).

(Μπαίνει ἡ Νίτσα σιγὰ - σιγὰ μὲ σάρπα στὸ κεφάλι).

Νίτσα Μπᾶ!.. δὲν κοιμήθηκαν ἀκόμη; (πλησιάζει λίγο).

Δέσπ. (γρήγορα, μὲ λαχτάρα). Μ’ ἀκοῦς, Κωστῆ, μ’ ἀκοῦς; Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἐμπῆκε ὁ πατέρας καί...

Κωστ. (μ’ ἕνα μικρὸ σπασμό, μένει μὲ τὸ κεφάλι πεσμένο στὸ στῆθος).

Νίτσα (μιμικὴ σκηνή: βγάζει τὴ σάρπα της μάνι - μάνι. Μένει κατάπληχτη). Παπποῦ!..

Δέσπ. (τοῦ ἀνασηκώνει μὲ προσοχὴ τὸ κεφάλι). Κωστῆ, χρυσέ μου σύντροφε... μ’ ἄκουσες;

Νίτσα (πιάνοντας ἀλαφρὰ τὴ Γιαγιά της ἀπ’ τὸ μπράτσο: ) Γιαγιά... ὁ Παπποῦς κοιμήθηκε... δὲ σ’ ἀκούει πιά!.. (γονατίζει καὶ ἀκουμπῶντας τὸ κεφάλι στὸ μπράτσο τῆς πολυθρόνας κλαίει).

Δέσπ. (τοῦ ἀγκαλιάζει τὰ γόνατα βαθιὰ πικραμένη). Γιατί νὰν τοῦ τὰ πῶ... γιατί νὰν τοῦ τὰ πῶ;... (κλαίει).

[Αὐλαία]

Στεφανια Δαφνη


ΑΙΣΩΠΕΙΟΙ ΜΥΘΟΙ
ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΝΟΣ

Κἄποιου λύκου τὸ λαιμὸ
ἕνα κόκκαλο εἶχε φράξει,
κι’ ὁ καλός σου ἀπὸ πνιγμὸ
κόντευε νὰ τὰ τινάξῃ.

Μὰ γιὰ τύχη του καλὴ—
νά, ἕνας Γερανὸς στὸ πλάϊ·
καὶ ὁ Λύκος τοῦ μιλεῖ
καὶ βοήθεια τοῦ ζητάει:

—Γερανέ μου νὰ χαρῇς,
ἔλα, πρὶν τὰ κακαρώσω,
βγάλ’ τὸ κόκκαλο ἂν μπορῇς
καὶ ρεγάλο θὰ σοῦ δώσω.

Μέσ’ στοῦ Λύκου τὰ λαιμὰ
τὸ κεφάλι ἐκεῖνος μπάζει,
μὲ τὸ ῥάμφος πολεμᾶ
καὶ τὸ κόκκαλο τοῦ βγάζει.

—Τὸ ρεγάλο δός μου, ντέ!
λέει τοῦ Λύκου· ἄειντε, γειά σου.
Καὶ αὐτός:—«Βρὲ κοντεντέ,
εἶσαι, λέει, μὲ τὰ σωστά σου;

«Μωρ’ δὲν φτάνει ποῦ γερὸς
βγῆκες ἀπὸ Λύκου στόμα,
μόν’ γυρεύεις σοβαρῶς
κι’ ἄλλη πληρωμὴ ἀκόμα;

 (Παράφρασις)Κ. Φ. Σκ.