Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 042.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
42

Κωστ. (ἀνυπόμονα). Ναί, ντέ!..

Δέσπ. (ἐξακολουθεῖ εὐχαριστημένη). Μά, ἔννοια σου, καὶ τοῦ τὸ πῆρα!.. (τὸ κυττάζει). Τὸ κακόμοιρο! Ἔλυωσε κι’ αὐτὸ σὰν κι’ ἐμένα!.. Δὲν ἔμεινε παρὰ μιὰ στενὴ λουριδίτσα... Μά, ὡς τόσο, μὲς στὴ λουριδίτσα αὐτὴ ἔχει χωρέσει ὅλη μας ἡ ζωὴ!.. κι’ ἔτσι, ὅπως τὴ βλέπω τώρα, μοῦ φαίνεται σὰν τὴ στερνὴ ἀχτῖδα τοῦ ἥλιου ποὺ χρυσώνει κἄποιο ἥσυχο λιμανάκι!.. (μὲ θλίψη). Ἔ...

Κωστ. (σκεπάζει πάλι τὰ μάτια του ).

(Παύση).

Δέσπ. (γυρίζει καὶ τὸν κυττάζει. Πολὺ σιγὰ: ) Κωστῆ... Κωστῆ... κοιμᾶσαι;

Κωστ. Ὄχι...

Δέσπ. Λοιπὸν ποὺ λές, τοῦ τὸ πῆρα καὶ τότε νὰ δῇς!.. Κλάμματα ἐκεῖνος, κλάμματα ἐγώ!.. Ἀλλὰ μοῦ ἔκανε κι’ ἐμένα ὁ γάϊδαρος μιὰ πρόταση!: νὰ γείνω, λέει, δική του, γιὰ ν’ ἀναγκάσῃ τὸν πατέρα...

Κωστ. (κατεβάζει τὸ χέρι στενοχωρημένος, ἀνήσυχος).

Δέσπ. (χωρὶς νὰν τὸν βλέπῃ). Ἀκοῦς, τὸ μασκαρᾶ;!.. Ἦταν ὅμως κι’ αὐτὸς παιδί... (χαμογελᾷ). Τί γελοῖος ποὺ ἤτανε!.. καὶ νὰ δῇς ποὺ μ’ ἔβαλε νὰ ὁρκιστῶ πὼς σὲ δυὸ χρόνια, ποῦ γινόταν πιὰ ἐνήλικος, θὰ ἐδεχόμουν ν’ ἀφήσω, λέει, σένα καὶ ν’ ἀκολουθήσω αὐτόν... Λοιπὸν σὲ δυὸ χρόνια...

Κωστ. Ἔ...

Δέσπ. Γειά σας κ’ ἤρθαμε!..

Κωστ. Μμ... (εἶνε πολὺ ἀνήσυχος καὶ τὴν κυττάζει μὲ κακὸ μάτι).

Δέσπ. Τὸν ἄθλιο!.. δὲν ἄφησε νὰ περάσῃ οὔτε μιὰ μέρα!.. (γυρίζει πρὸς τὸν Κωστῆ). Ξέρεις ποιὰ μέρα ἤτανε; Τότε ποὺ πήγατε μὲ τὸν πατέρα στὴν Κηφισσιὰ γιὰ τὴν ἀγορὰ τοῦ σπιτιοῦ. Θυμᾶσαι;

Κωστ. (κουνεῖ τὸ κεφάλι). Ναί...

Δέσπ. Κάνεις δὲν ἤτανε σπίτι... Ἄχ!.. θυμᾶμαι τὴν τρομάρα μου... Ἐγὼ τὸν ἔδιωχνα, κι’ αὐτὸς τίποτα!.. τὸ σκοπό του!.. «— Μοῦ χρωστᾷς! », φώναζε, «πρέπει νὰ πληρώσῃς!.. » «Τώρα σ’ ἀγαπῶ!.. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποῦ παντρεύτηκες σ’ ἀγαπῶ πιὸ πολύ!.. » κι’ ἕνα σωρὸ τέτοιες ἀηδίες!.. «—Μὴ μ’ ἀγγίζῃς», τοῦ λέω, «γιατὶ φωνάζω τὸν πατέρα καὶ σὲ πετάει ἔξω σὰ σκύλλο!.. » Ναί!.. ποῦ πατέρας!.. Ἔτρεμα ὁλόκληρη!.. Νὰ σοῦ πῶ ὅμως τὴν ἀλήθεια;... κἄτι εἶχε μείνη στὴν καρδιά μου γι’ αὐτόν...

Κωστ. (τὴν ἀκούει πολὺ ταραγμένος· τὰ μάτια του εἶνε μεγαλωμένα καὶ παίζει νευρικὰ στὸ χέρι τὴν πετσέτα).

Δέσπ. (ἐξακολουθεῖ, προσηλωμένη πάντα στὸ παρελθὸν). «Μπᾶ, μπᾶ, μπᾶ!.. », μοῦ λέει, «ἔχομε καὶ τέτοια;... Λοιπόν, νά!.. ἐγὼ σ’ ἀγγίζω καὶ σὺ φώναζε ὅσο θέλεις!.. » Καὶ ὁρμᾷ, μ’ ἁρπάζει στὰ δυνατά του μπράτσα, μὲ ρίχνει στὸν καναπέ...

(Ἡ διήγησή της κόβεται ἀπὸ ἕνα δυνατὸ κρότο. Ἐνῷ αὐτὴ μιλεῖ, ὁ Κωστῆς σηκώνεται, ἁρπάζει τὸν κεροστάτη, κάνει νὰν