Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 039.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
39

Κωστ. Γι’ αὐτὸ κι’ ἐγὼ ποτὲ δὲ σοῦ εἶπα τίποτα, ἂν καὶ πολλὲς φορὲς μοῦ ἦρθε στὴν ἄκρη τῆς γλώσσας· ἀλλὰ συλλογιζόμουν πὼς ἤσουν γυναῖκα μου...

Δέσπ. Καὶ ὅτι σ’ ἀγαποῦσα.

Κωστ. Καὶ πὼς μποροῦσες νὰ μ’ ἀφήσῃς...

Δέσπ. Ἢ καὶ νὰ σκοτωθῶ...

Κωστ. Ναί;

Δέσπ. (χωρὶς νὰ τὸν κυττάζῃ). Ναί! Ὕστερα μάλιστα ἀπὸ μιὰ περιπέτεια, λιγώτερο ὅμως πεζὴ ἀπὸ τὴ δική σου... μιὰ περιπέτεια γεμάτη ποίηση.

Κωστ. (στρέφεται κατ’ αὐτὴν ἀπότομα καὶ πετάει μὲ ὁρμὴ τὸ κομπολόϊ στὸ τραπέζι).

Δέσπ. (ξαφνιάζεται). Τί εἶνε; τί ἔπεσε;

Κωστ. (μὲ προσποιητὴ ἀδιαφορία). Ἄ, τίποτα... τὸ κομπολόϊ μου ἤτανε.

Δέσπ. Ἄ!..

(Παύση).

Κωστ. (σηκώνεται κι’ ἔρχεται στὸ παράθυρο του δρόμου. Ἀνασηκώνει τὸ μπερντεδάκι). Μωρ’ ἐρημιὰ ἔξω!

Δέσπ. Χιονίζει ἀκόμη;

Κωστ. Μμ... ποῦ καὶ ποῦ πέφτει κανένα χιονάκι...

Δέσπ. Ἐγὼ εἶπα τοῦ Χρήστου νὰ γυρίσουν ἀπὸ τὸ χορὸ ὅσο μπορεῖ γρηγορώτερα.

Κωστ. Μὰ ἀφοῦ ἦταν ἀδιάθετος, τ’ ἤθελε τώρα τὸ χορό;...

Δέσπ. Ἔ... γιὰ νὰ μὴ χαλάσῃ τὸ χατῆρι τῆς Νίτσας... Μοὖπε ὅμως πὼς θὰ κάνῃ μιὰ βόλτα καὶ θὰ γυρίσουν πολὺ γρήγορα.

Κωστ. Κι’ ἔχει ἕνα ξεροβόρρι!.. (Ἔρχεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ μαγκάλι καὶ ζεσταίνει τὰ χέρια του). Ἔτσι λοιπόν, Δέσποινα, σοῦ ἔτυχε καὶ σένα κἄποια περιπέτεια;...

Δέσπ. Ἄ, ναί... (μικρὴ παύση). Δὲ μοῦ λές, Κωστῆ, θυμᾶσαι ἀκριβῶς πότε ἔφερες τὰ δαχτυλίδια τοῦ ἀρραβῶνα μας;

Κωστ. Τὴν παραμονὴ τοῦ γάμου μας.

Δέσπ. Γιατί;... θυμᾶσαι;

Κωστ. Γιατὶ ὅλο ἀνέβαλλες τὸ γάμο...

Δέσπ. (ρίχνει τὸ κεφάλι πίσω στὴν πολυθρόνα καὶ ἀκολουθεῖ τις ἀναμνήσεις της). Ξέρεις γιατί;

Κωστ. Ἔλεγες πὼς ὑπέφερες ἀπὸ πονοκεφάλους, ζάλες... (κάθεται πάλι στὴ θέσι του).

Δέσπ. Μμ... προφάσεις... προφάσεις... Ἀγαποῦσα ἄλλονε...

Κωστ. (Ξαφνιάζεται. Γιὰ νὰ κρύψῃ τὴν ἐντύπωσή του, σκεπάζει μὲ τὄνα χέρι τὰ μάτια του, ἀκουμπῶντας μὲ τὸν ἀγκῶνα στὸ τραπέζι. Δὲ λέει τίποτα).

Δέσπ. Πόσα χρόνια!.. Κι’ ὅμως θαρῶ πὼς εἶνε χτές!.. Ἦταν ἄνοιξη... φοροῦσα στὸ στῆθος ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο καὶ μάλιστα θυμᾶμαι πὼς τὴν ὥρα ποῦ μοῦ περνοῦσες τὴ βέρα στὸ δάχτυλο, μοὖπες πὼς ἔμοιαζα σὰν εἰκόνα τοῦ Βαττώ. Τὸ θυμᾶσαι;