Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 038.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
38

ἀπάνω στὸ κρεββάτι μου, ἔκλαψα, δάρθηκα, δάγκωσα τὰ χέρια μου μὲ ἀπελπισία... Ἔπειτα καὶ ἡ φράσις ἐκείνη: «Δέσποινα κινδυνεύει» μὲ τρόμαξε... δὲν ἤθελα νὰ σὲ χάσω καὶ λιγοψύχιασα. Μ’ ἔπιασε σὰν τρέλλα!.. Μοὖρθε νὰ κατέβω στὴν Ἀλεξάντρεια, νὰ πέσω στὴ θάλασσα, νὰ κρεμαστῶ μὲ τὰ δόντια σὲ κανένα βαπόρι καὶ νὰ φτάσω ἐδῶ μιὰ ὥρ’ ἀρχήτερα! (μικρὴ παύση). θυμᾶσαι τὰ χάλια μου, ὅταν γύρισα;

Δέσπ. Ναί. Ὅλοι εἴπανε ὅτι σὲ πείραξαν οἱ ζέστες τῆς Αἰγύπτου.

Κωστ. Μμ... καϋμένη Δέσποινα!.. Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲ μποροῦσα νὰ σὲ βλέπω... μοὔκανες κακό... (σηκώνεται καὶ βηματίζει ἀργὰ - ἀργὰ).

Δέσπ. Ὄχι δά!..

Κωστ. (στέκεται). Ναί... δηλαδὴ... ἔτσι... δὲ μποροῦσα νὰ καθορίσω τί ἀκριβῶς γινότανε μὲς στὴν ψυχή μου· ἐκεῖνο ὅμως ποὺ κυριαρχοῦσε μέσα μου ἦταν ὁ φόβος νὰ μὴ σὲ χάσω... ἤσουν κἄτι τι δικό μου...

Δέσπ. Res, ὅπως μοῦ ἔλεγες.

Κωστ. Ναί... πρᾶγμα μου. Καὶ ἤσουνα τόσο καθαρὴ ποὺ ἔνοιωθα τὸν ἑαυτό μου ἐξευτελισμένο μπροστά σου.

Δέσπ. Καὶ σ’ ἀγαποῦσα κι’ ὅλας!

Κωστ. Ναί... ὅμως κι’ ἐγὼ σ’ ἀγαποῦσα, γιατὶ ἐσὺ δὲ μ’ ἐπιβουλεύτηκες ποτὲ, σὲ τίποτα!

Δέσπ. Ποτέ!

(Παύση).

Κωστ. (ἔρχεται πάλι στὸ κάθισμά του). Θυμᾶσαι ποῦ ζήτησα τότε ξεχωριστὸ δωμάτιο;

Δέσπ. Πῶς;...

Κωστ. Ἔ, ἐκεῖ κλεινόμουνα κι’ ἔκλαιγα, ἔκλαιγα!.. Ἔνοιωθα ἕναν ἐχθρὸ μέσα μου καὶ προσπαθοῦσα νὰ τὸν νικήσω. Φαντάσου!.. τὴν ἀγαποῦσ’ ἀκόμη τὴ λεγάμενη!

Ναί οἱ δυὸ (γελᾶνε). Χί, χί, χί!..

Κωστ. Μὰ νὰ σοῦ πῶ, ὕστερ’ ἀπὸ καιρό, ἡ ἀνάμνησή της ἄρχισε νὰ μοῦ γίνετ’ ἐνοχλητικὴ σὰν ἀλογόμυιγα. Ἐγὼ τὴν ἔδιωχνα, ἐκείνη δόσ’ του!.. Ἀπελπισία εἶνε ὁ ἄνθρωπος!..

Δέσπ. Ὥσπου πιὰ τὴν ξέχασες...

Κωστ. Μπᾶ!.. Πῶς τὴν ξέχασα, ἀφοῦ καὶ τώρ’ ἀκόμη τὴ θυμοῦμαι. Μόνο ποῦ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε νὰ μοῦ φαίνεται γελοῖο τὸ πρᾶγμα καὶ τώρα πιὰ ἀδιάφορο, ἐντελῶς ἀδιάφορο... Νά, πιάσε τὰ χέρια μου... (ἁπλώνει κατ’ αὐτὴν τὸ χέρι του).

Δέσπ. (πιάνοντάς το). Ναί, εἶνε κρύο.

Κωστ. Καὶ σκληρό. Ἔτσι εἶνε καὶ ἡ καρδιά μου. Τίποτα πιὰ δὲ μοῦ κάνει ἐντύπωση. Ἔκλεισαν ὅλες οἱ πηγές. (Παύση. Ὁ Κωστῆς παίρνει τὸ κομπολόϊ του καὶ τὸ ξεκοκκίζει. Σὲ λίγο). Δὲ σὲ πείραξε ἡ ἱστορία μου...

Δέσπ. Ἄ, μπᾶ!.. Παλιὰ πράματα πιά!.. Τί νὰ μὲ πειράξῃ!.. Ἂν μοῦ τὤλεγες τότε...