Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 037.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
37

ζήτησε κἄτι τι φοβερό: νὰ βγῶ, λέει, στὴ σκηνὴ μαζί της!.. ἀλλοιῶς, ἂν δὲν ἐδεχόμουν, θὰ ἐσήμαινε ὅτι δὲν τὴν ἀγαποῦσα, λέει. (μὲ ἁπλότητα). Ἤθελε νὰ μὲ ξεφορτωθῇ, κατάλαβες;...

Δέσπ. (μὲ ὕφος ἐπιπληχτικό). Δὲν πιστεύω νὰ ἐδέχτηκες!..

Κωστ. Κύρι’ ἐλέησον!.. αὐτὸ μοὔλειπε!..

Δέσπ. Εἶπα κι’ ἐγὼ... Μά, τέλος πάντων, δὲ βλέπω κανένα κακό.

Κωστ. Μὰ πῶς;... δὲ σοῦ εἶπα;... τὴν εἶχα ἀ - γα - πή - ση!..

Δέσπ. Ἄ, ναί... λοιπόν;

Κωστ. Λοιπόν... ἐκείνη ἐπέμενε, ἐγὼ, φυσικά, ἀρνήθηκα... στὸ τέλος ἔπεσα στὰ πόδια της κλαίγοντας! Τὸ πιστεύεις;! (σὰ νὰ μιλῇ στὸν ἑαυτό του). Μὴ χειρότερα!.. (ἐξακολουθεῖ). Ναί!., ἔπεσα, σύρθηκα στὰ πόδια της, ἔκλαψα!.. Αὐτὴ τίποτα!.. Μοῦ ἐδήλωσε κατηγορηματικὰ ὅτι, ἀφοῦ δὲν αἰσθανόμουν τὴ δύναμη, λέει, νὰ κάνω μιὰ τέτοια θυσία γι’ αὐτήν, δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ μὲ βλέπῃ καὶ μοὔκλεισε τὴν πόρτα, μ’ ἔδιωξε πρόστυχα... σὰν παλιόσκυλλο!.. τὸ πιστεύεις;

Δέσπ. Τὴ σιχαμένη!.. Δὲν τῆς ἔδινες δέκα μοῦντζες;

Κωστ. (ἀνακινιέται στὸ κάθισμά του καὶ τὴν κυττάζει παράξενα. Μικρὴ παύση. Παίζει τὰ δάχτυλά του ἀπάνω στὸ τραπέζι συλλογισμένος. Ἔπειτα): Μπᾶ... πῆρα τὴν ἀπόφαση ν’ αὐτοκτονήσω.

Δέσπ. (ἀνακάθεται, βάζοντας καὶ τὰ δυό της χέρια στὰ μπράτσα τῆς πολυθρόνας. Δυνατά: ) Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία!

Κωστ. Τί φωνάζεις; Δὲν αὐτοκτόνησα! (χαμογελᾷ).

Δέσπ. (ἥσυχη τώρα). Ναί... μὰ τί θὰ τράβηξες!..

Κωστ. Δὲ βαριέσαι!.. Εἰν’ ἀλήθεια, πὼς τότε ὑπέφερα πολύ, πάρα πολύ... Θυμᾶμαι, ὅταν γύρισα στὴν κάμαρά μου, κλείδωσα τὴν πόρτα, πῆρα τὸ πιστόλι μου... τὴ στιγμὴ ποὺ τὸ σήκωνα. ἄξαφνα κἄποιος μοῦ χτύπησε τὴν πόρτα...

Δέσπ. (ἀμέσως). Ἦταν αὐτή!...

Κωστ. (χαμογελᾷ). Μμ!.. τὸ ἴδιο νόμισα κι’ ἐγὼ, ἀλλοιῶς δὲ θἄνοιγα καὶ γρήγορα θἄμενες χήρα. Ξέρες ποιός μ’ ἔσωσε ἀπὸ κεῖνο τὸ ρεζιλίκι; γιατὶ μιὰ αὐτοκτονία γιὰ τέτοιες ἀφορμές, στὴ θέση τὴ δική μου εἶνε σωστὸ ρεζιλίκι. Ἔ;... ξέρεις;...

Δέσπ. (κουνεῖ τὸ κεφάλι ρωτῶντας μὲ τὸ βλέμμα).

Κωστ. Τὸ παιδί μας, ποὺ τὸ περιμέναμε ἕξη χρόνια.

Δέσπ. Ἔ;...

Κωστ. Ναί! νὰ πῶς: ὅταν ἄνοιξα τὴν πόρτα μοῦ δώσανε ἕνα τηλεγράφημα ἐπεῖγον μὲ ἀπάντηση πληρωμένη. Τὸ διαβάζω σὰ χαμένος: «Ἔγεινες πατέρας. Ἀγόρι. Δέσποινα κινδυνεύει».

Δέσπ. (ποὺ τώρα καταλαβαίνει). Ἄ, ἄ...

Κωστ. Ναί. Μ’ ἔπιασε τότε μιὰ ἀλλόκοτη συγκίνηση· κἄτι σὰ λαχτάρα ἀμολόγητη. Μοῦ φάνηκε ἄξαφνα πὼς ἔβλεπα μπροστά μου τὸ γυιό μου, ὄχι μωρό, ἀλλὰ ἄντρα μεγάλο, σοβαρό, νὰ μὲ συντρίβῃ μὲ τὸ ἤρεμο βλέμμα του, καὶ ντράπηκα μιὰ ντροπὴ ποῦ θὰ μποροῦσε νὰ ’ρθῇ ὕστερ’ ἀπὸ εἴκοσι - τριάντα χρόνια. Ἔπεσα