Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 012.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
12

ἀπάνου του, ἴσιαζε ἕνα λουρὶ ποὺ ἤτανε στραβά, ἔπλενε μὲ τὸ σφουγγάρι τὰ ρουθούνια τοῦ ἀλόγου, τὸ ξανακαμάρωνε, τοῦ χτένιζε τὸ κούτελο, πάλι τὸ μορφοκύτταζε ἀπὸ μακρυά, σφυρίζοντας ἕναν ἦχο βαρετό, ὅλο τὸν ἴδιο.

Τὸ ἄλογο στεκόταν ἀδιάφορο, ὑπομονητικό. Κάπου - κάπου ἐτέντωνε ταὐτιά του κ’ ἐκύτταζε προσεχτικὰ ἕνα κάρρο ποὺ περνοῦσε, ἕνα μανάβη ποὺ ἐφώναζε. Ἔνοιωθε πὼς τὸ καθάριζαν, τὸ χάϊδευαν, τὸ στόλιζαν, κάτι εὐχάριστο τοῦ κάνανε, μὰ τί εἴδους στολισμό, τί εἴδους καθαριότητα δὲν ἔνοιωθε. Αὐτὸ στεκόταν ἥσυχο, ὡς ποὺ νἀκούσῃ τὴ φωνὴ ἢ νὰ νοιώσῃ τὸ χαστοῦκι ποὖχε μάθει νὰ τοῦ δίνουν, στὸ λαιμὸ ἢ στὰ καπούλια, ὅταν ἔπρεπε νὰ κωλώσῃ γιὰ ζέψιμο ἢ νὰ ξεκινήσῃ γιὰ τὸ δρόμο.

Ἂν εἶχε γίνει πιὸ ὡραῖο, δὲν τὸ καταλάβαινε. Ἐκεῖνος ποὺ τὸ στόλιζε, τὸ χτένιζε, τὸ ὀμόρφαινε, δὲν ἦταν ἀπ’ τὸ γένος του. κι’ ὅπως ἐννοοῦσε αὐτὸς τὴν ὀμορφιὰ γιὰ τὸν ὅμοιο του, γιὰ τὸν ἄνθρωπο, πῶς θὰ τὴν ἔνοιωθε ὅμοια τὸ ζῶο: Μπορεῖ γι’ αὐτὸ ἡ φορεσιά του, τὸ λουστράρισμα, τὸ χτένισμα ποὺ τοὔκανε ὁ ἄνθρωπος νὰ ἦταν ἀσχημιά. Ποιός ξέρει; Τὸ ἴδιο σὰ νὰ στόλιζε τὸν ἄνθρωπο ἕνα βῶδι: ἕνας σκύλος, ἕνα ἄλογο.

Ὁ σεΐζης, ἀφοῦ τέλειωσε τὴν ἑτοιμασία, ἐμάζεψε τὸν κουβᾶ, τὸ σφούγγισε, τὸ ξύστρησε κ’ ἐπῆγε μέσα.

Τὸ ἄλογο, ἀδιάφορο, βλέποντας σ’ ἕναν ἄλλον κόσμο, στὸ δικό του, στεκότανε καὶ κύτταζε....

Ε. Ευστρατιαδης

Θλιβεραὶ ἀναμνήσεις


Αὐστηρὰ φρούρησις διὰ τὰς τιμὰς τῶν ἀνυπάρκτων τροφίμων