Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1918) - 011.jpg

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΣΚΙΤΣΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Ο ΣΑΛΙΑΓΚΑΣ

Καταμεσης στὸ δρόμο, ἐμπρὸς στὰ πόδια μου, ἕνας σάλιαγγας στεκότανε... ὄχι: περπατοῦσε... ἴσως καὶ νὰ πήγαινε τρεχάτος· πῶς μπορῶ νὰ ξέρω ἐγὼ, ἕνας ἀλλόφυλος, ποιό εἶναι γιὰ τοὺς σάλιαγγους ἀργὸ περπάτημα, ποιό τρέξιμο, ποιό στάσιμο;

Ἡ μπόρα τῆς νυχτιᾶς θὰ εἶχε πλημμυρήσει τὴ φωλιά του καὶ θὰ εἶχε βγῇ, τὸ πλάσμα τὸ ἀπροστάτευτο, νὰ μισέψῃ σ’ ἄλλη γειτονιά, νὰ βρῇ ἄλλη κατοικία. Γι’ αὐτόν, ὁ δρόμος ἦταν ὅλος ὁ κόσμος καὶ πέρα ἀπὸ τὸ δρόμο, ἀπὸ παντοῦ, ἀπὸ κάτου, γύρω του, τίποτ’ ἄλλο δὲν ὑπῆρχε, οὔτε ζωή, οὔτε θάνατος, οὔτε στοιχεῖα, οὔτε πλάσματα ἄλλα ἀπὸ τὸ σερνούμενο τὸ γένος του.

Καὶ πήγαινε ἀνύπτοτα, μὲ τὴν ἡσυχία τῆς ἀγνοίας, μὲ τὴν ξενοιασιὰ τῆς ἀθωότητας· πήγαινε ἀργοσάλευτα, σὰ νὰ ἦταν ὁ κυρίαρχος τῆς δημιουργίας, σὰ νὰ περνοῦσε ὁ βασιληᾶς, πήγαινε μπροστά του θαρρετά, δίχως νὰ νοιώθῃ πῶς ὁ κίντυνος ἐρχόταν ἀπὸ πίσω του, ἀπὸ μπρός του, ἀπὸ πάνου του, πὼς σὲ μιὰ στιγμὴ θὰ ἦταν λυῶμα, σὲ μιὰ στιγμή ἕνα παπούτσι, μιὰ ρόδα, ἕνα πέταλο, θὰ τοὔκοβε τὸ δρόμο μαζὶ μὲ τὴ ζωή του.

Πήγαινε τυφλά, στὴ μοῖρα τῶν σαλιάγγων, ἀπαράλλαχτα ὅπως πᾶμε κ’ ἑμεῖς, οἱ μεγάλοι σάλιαγγοι, πρὸς τὴν αἰώνια μοῖρα μας, ἔτσι ξένοιαστα κι’ ἀνύποπτα, δίχως νὰ ξέρουμε ποιὰ εἶναι ἡ ἀτέλειωτη ζωή, δίχως νὰ ξέρουμε ποῦ βρίσκεται τὸ βάραθρο ποὺ θὰ μᾶς καταπιῆ, πότε θὰ πέσῃ ἀπάνου μας ἡ συφορὰ ποὺ θὰ μᾶς λυώσῃ.

ΤΟ AΛΟΓΟ

Μέσα στὸ σταῦλο στεκότανε τὸ ἄσπρο ἄλογο καμαρωτό, μὲ τὴν ἀρματωσιά του ἀπὸ μαῦρα χάμουρα, μὲ τὶς φιοῦμπες γυαλισμένες, μὲ τὶς ὁπλὲς λουστραρισμένες, κ’ ἔβλεπ’ ἔξω πρὸς τὸ δρόμο, ἕτοιμο γιὰ ζέψιμο.

Ὁ σεΐζης, ξυπόλυτος μὲ ἀνασηκωμένο πανταλόνι, μέσα στὶς βρεμένες πλάκες, καὶ μὲ ἀσκουμπωμένα μπράτσα, μαλλιαρά, ἐβούρτσιζε τὸ τομάρι τοῦ ζώου, τὸ ἄσπρο καὶ γυαλιστερὸ σὰ μάρμαρο, στεκόταν καὶ τὸ κύτταζε καὶ πάλι ἅπλωνε τὸ χέρι του