Ἀλλὰ παρ’ ἡμῖν δυστυχῶς οὐδὲ ἴχνος ἀπέμεινε πλέον. Ὁ κακῶς ἐννοούμενος πολιτισμὸς διαδιδόμενος ἀφαιρεῖ ἀπὸ τῶν χειρῶν τοῦ ἀνδρὸς τὸ ξύλον τῆς γνώσεως καὶ ἀντὶ νὰ τὸ ρίπτῃ εἰς τὸ πῦρ, τὸ παραδίδει οἴμοι ! εἰς τὰς χεῖρας τῆς γυναικός.
Ἀντὶ νὰ ἐπανέλθωμεν τοὐλάχιστον εἰς τὸ πρὸ τῆς παρακοῆς καθεστὼς γινόμεθα ὑπήκοοι τῶν ὑπηκόων μας.
Καὶ ταῖς παραδίδομεν τὸ σκῆπτρον χωρὶς κἂν νὰ ἔχωμεν ἐλπίδα ὅτι θὰ τὸ μεταχειρισθῶσι συγκαταβατικῶς καὶ ἐπιεικῶς ὅπως ἡμεῖς.
Ἀνέγνωμεν ποτὲ τὸν ἑξῆς ἐποικοδομητικώτατον καὶ ψυχωφελέστατον ἀφορισμὸν. «Αἱ γυναῖκες ὁμοιάζουσι πρὸς τὰς κοτολέτας· ὅσον περισσότερον κτυποῦνται τόσῳ ἁπαλώτεραι καὶ νοστιμώτεραι γίνoνται.»
Δὲν θέλετε λοιπὸν σεῖς νὰ εἶνε ἁπαλαὶ καὶ νόστιμοι αἱ γυναῖκες σας; Ὁ ἔρως των δὲν εἶνε ὁ μόνος σας πόθος ; Καὶ δὲν θέλουσι αὐταὶ αἱ ἴδιαι νὰ στολίζωνται ὑπὸ πλειοτέρων θελγήτρων, νὰ λάμπωσι, νὰ γοητεύωσι ; Διατὶ λοιπὸν ἐγκαταλείπετε τὸ ὡραῖον φάρμακον, ὅπερ τόσα ἔπαθε ὁ προμηθεύς Ἀδὰμ ἵνα κλέψῃ καὶ σᾶς παραδώσῃ;
Διατί παρορᾶτε τὴν μεγάλην καὶ θαυματουργὸν τοῦ ξύλου δύναμιν;
Ἄνδρες ! τό φῦλον μας κινδυνεύει. Καταστρεφόμεθα! Ποῦ θὰ ἀφήσωμεν τὰς... γυναῖκας μας;
Ἐν Ἀλβανίᾳ αἱ δαιρόμεναι γυναῖκες θεωροῦσι τὸ ξύλον τῆς γνώσεως ὡς ἀλάνθαστον δεῖγμα τῆς συζυγικῆς ἀγάπης. Ἐν Ρωσσίᾳ δὲ θρηνοῦσι καὶ παραπονοῦνται αἱ γυναῖκες ὅταν δὲν ξυλίζωνται.
Καὶ ἔχουσι δίκαιον θεωροῦσαι τὴν ἔλλειψιν ταύτην ὡς ἔλλειψιν ἀγάπης, αἰσθήματος, ἐνθουσιασμοῦ.
Μὴν ἀκούετε τὰς ἰδικάς μας γυναῖκας.
Μὴν ἀκούετε τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου ἐμπνευσθεῖσαν αὐταῖς παροιμίαν: