διαλυότουνε ἡ βουλὴ νὰ τοῦ δείξω!… Φαγὶ σήμερα τίποτε… ὁ κὺρ Μανώλης ἐχθὲς μοὔκοψε τὸ βῆχα!… τῇς τελευταῖαις τρεῖς δραχμαῖς τῇς ἔδωσα γιὰ τὸ λαχεῖο!… Ἂμ ποῦ νὰ μὲ θυμηθῇ ἐμένα ἡ τύχη μέσα σὲ τόσαις χιλιάδες!… Ἑκατὸν χιλιάδες φράγκα εἰς χρυσόν!… ἀφαίρεσε 5%, ἐννενῆντα πέντε χιλιάδες… ἀφαίρεσε καὶ δύο χιλιάδες γιὰ τὴν προεξόφλησιν, ἐννενῆντα τρεῖς χιλιάδες!… Ψυχή μου!… Ἕνα οἰκόπεδο ἀμέσως τότε… ὄχι οἰκόπεδο, σπίτι… ἢ καλλίτερα ἕνα καφενεῖο εἰς τὴν ὁδὸν Σταδίου, μὲ καθρέφταις, μὲ λοῦσο!… Μούντζωσε τῇς θέσες τότε! πέντε φάσκελα στὸ βουλευτή μου!… Ἕνα γκρὰν τραπέζι ἀμέσως ἀμέσως εἰς τοὺς φίλους…, φαντάσου, νὰ προσκαλέσω καὶ τὸν κύριον Ἔφορο, ποῦ μ’ ἔβλεπε σὰν ψωρόσκυλο ἴσα μὲ τὰ χθές!… Ἔπειτα μιὰ καλὴ προῖκα… τὴν μπακαλοποῦλα τὴν ἀντικρυνή, τὴ Μελπομένη… Ἔχει τριάντα πέντε της!… τριανταπέντε χιλιάδες!… Καὶ τί κομμάτι, αἴ;…
Ἀκούεται ἡ φωνὴ μικροῦ ἐφημεριδοπώλου:
—Ἡ Πααα…λιγγενεσίααα!… καὶ οἱ ἀριθμοὶ τοῦ λαχείου!…
Δύο τρεῖς κεφαλαὶ προβάλλουσιν ἀπὸ τὰ ἀνοικτὰ παράθυρα καὶ προσκαλοῦσι τὸν ἐφημεριδοπώλην. Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐρευνᾷ εἰς τὰ θυλάκιά του καὶ ἀνευρίσκει δύο μόνας καὶ ὀρφανὰς πεντάρας, προωρισμένας διὰ τὸν ἀπαραίτητον μεταμεσημβρινὸν καφέν. Μετὰ στεναγμοῦ ὀδυνηροῦ ἀποφασίζει νὰ θυσιάσῃ τὴν μίαν πεντάραν καὶ προσκαλῶν τὸν παῖδα ἀγοράζει τὴν Παλιγγενεσίαν.
Μὲ χεῖρα τρέμουσαν κρατῶν τὸ φύλλον, ρίπτει τὸ βλέμμα συγκεκινημένος ἐπὶ τῶν δημοσιευομένων ἀριθμῶν τῶν κληρωθεισῶν ὁμολογιῶν καὶ ἀναγινώσκει:
«Τὸν πρῶτον λαχνὸν ἐξ 100,000 δραχμῶν ἐκέρδησεν ἡ ὑπ’ ἀριθ. 75,846 ὁμολογία…»
Ὁρμᾷ εἰς τὸ κιβώτιόν του, ἐρευνᾷ, ἐξάγει τὸ γραμμάτιον καὶ παρατηρεῖ… 75,537.
Ρίπτει ἔπειτα τὸ βλέμμα πρὸς τοὺς κατόπιν κληρωθέντας ἀριθμούς… Πάντες ὑπερβαίνουσι τὴν ἑκατοντάδα τῆς χιλιάδος.
Ἐπανέρχεται εἰς τὸν πρῶτον ἀριθμόν, παρατηρεῖ πάλιν τὸ γραμμάτιόν του, ἐκτελεῖ νοερῶς τὴν ἀφαίρεσιν καὶ ψιθυρίζει θλιβερῶς:
—Τί κακοτυχία! ἀπὸ 309 ἀριθμούς!…