χία μου! Ἔληξε πρὸ πολλοῦ καὶ τὸ διεμαρτύρησε. Καὶ ποῦ νὰ κάμῃ συγκατάβασιν ἐκεῖνος ὁ σκύλος ὁ τοκογλύφος!…
Ὁ λοῦστρος πλησιάσας ἤδη ὑπὸ τὸ παράθυρον:
—Τρία φράγκα κ’ ἕνα φράγκο!… Ἐμπρός, κύριοι, τὰ τυχερὰ λαχεῖα!…
Ὁ κ. Ἀνακρέων ἀποσύρεται ἐκ τοῦ παραθύρου ἀπομάσσει τὸν ἱδρῶτα, ξύεται, σκέπτεται καὶ ἔπειτα κάμνει κίνημα ὡς νὰ ἤθελε νὰ εἴπῃ: Ὕπαγε ὀπίσω μου Σατανᾶ!
Ὁ λοῦστρος σταματᾷ παρὰ τὴν κρήνην, πίνει νερὸν καὶ μετὰ ταῦτα ἀναφωνεῖ μὲ ὀξυτέραν λαλιάν:
—Αὔριον τὰς δέκα ἡ ὥρα βγαίνουν!… Πάρτε, κύριοι, τὰ τυχερά λαχεῖα!… δυὸ μοῦ ἔμειναν!…
Ὁ κ. Ἀνακρέων προβαίνει πάλιν εἰς τὸ παράθυρον.
Ὁ λοῦστρος κάτωθεν ἀποτεινόμενος πρὸς αὐτὸν:
—Ἀφεντικό!… πάρ’ ἕνα λαχεῖο! αὔριον τὰς δέκα ἡ ὥρα βγαίνει…
Ὁ κ. Ἀνακρέων τὸν κυττάζει βλοσυρῶς κατ' ἀρχάς, ἀφῃρημένος κατόπιν καὶ τέλος μειδιῶν:
—Ἔλ’ ἀπάνω!…
Ὁ λοῦστρος ἀνέρχεται προθύμως. Ὁ κ. Ἀνακρέων ἐξάγει ἐκ τοῦ βάθους τοῦ σαθροῦ κιβωτίου του κύλινδρον τριῶν δραχμῶν εἰς πεντάρας καὶ ἀγοράσας τὸ γραμμάτιον κρύπτει αὐτὸ εἰς τὸ κιβώτιον, ἐν ᾧ ὁ λοῦστρος ἀπέρχεται φαιδρὸς καὶ λέγων πρὸς τὸν Ἀνακρέοντα:
—Θὰ σοῦ πέσῃ, ἀφεντικό!… μὰ τὸ Σταυρὸ σοῦ λέω!… ἔχω γοῦρι!…
Ἡ ἐπαύριον· τρεῖς ὧραι μετὰ μεσημβρίαν· τρία ἢ τέσσαρα παράθυρα ἀνοικτὰ εἰς τὴν αὐτὴν ὁδόν, ἐν οἷς καὶ τὸ τῆς οἰκίας ὅπου κατοικεῖ ἡ οἰκογένεια τοῦ ἀντικρυνοῦ μπακάλη, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιφαίνεται ἐκ διαλειμμάτων ἡ μορφὴ εὐσάρκου νεάνιδος.
Ὁ κ. Ἀνακρέων εἰς τὸ ἰδικόν του παράθυρον καὶ μὲ τὴν ’ποκαμίσαν ρεμβάζει: «Τίποτε πάλιν σήμερα!… καλὰ τὰ εἶπα ἐγὼ πῶς μὲ περιγελᾷ ὁ φαῦλος!… ἄχ, μωρέ!… καὶ νὰ