θὰ σοῦ βάλω σκούφια ἐγὼ σὰν τὴν ἐγγλέζα τὴ δασκάλα. Σκούφια, σκούφια! ποῦ ναὕρω σκούφια; Ἂς σοῦ βάλω αὐτὴ τὴν πόλκα τώρα κ’ ἔπειτα βρίσκουμε τὴ σκούφια, (Καθ’ ἣν στιγμὴν προτίθεται νὰ ἐνδύσῃ τὸ ἄγαλμα παρατηρεῖ ὅτι ἐλλείπει μία χείρ). Μπᾶ, ποῦ εἶνε τὸ χέρι σου, πεθερά μου; Ἀλλοῖ, φουρτοῦνα ποῦ μοὔρθε! δίχως χέρι; Σοῦ τὄκοψαν οἱ γιατροί; ἄχ, κατακαϋμένη πεθεροῦλά μου! (ὀλοφυρομένη) Πῶς σοὔτυχε τοῦτο; καὶ πῶς θὰ σ’ ἔχω τώρα ἡ ἄμοιρη; κουλή; Κουλὴ θὰ μοῦ εἶσαι πεθεροῦλά μου! ἄχ, ἡ ἄμοιρη ἐγώ! (καθ’ ἣν στιγμὴν εὑρισκομένη γονυκλινὴς πρὸ τοῦ ἀγάλματος ἐκτελεῖ βιαιοτέραν τινὰ κίνησιν, τὸ ἑδώλιον κλονεῖται καὶ τὸ ἄγαλμα πίπτον καταθραύεται ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς.) Ἄχ! ἄχ! ἄχ! (Πίπτουσα λιπόθυμος) Βοήθεια!
Τί τρέχει;
Μπᾶ! ἔσπασε ἡ πεθερά; ὤ διάβολε, τώρα πρέπει ν’ ἀγοράζουμε ἄλλη.
Στυλιανὴ, τί ἔπαθες;
Αἵματα;
Εἶνε σπασμένο τὸ κεφάλι της. Στυλιανή.
Φέρε ὀλίγο νερὸ, ’λιγοθύμησε.
Δυστυχία μου!