Σελίδα:Ημερολόγιο Σκόκου (1886).djvu/164

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
ΚΩΝΣΤ. Φ. ΣΚΟΚΟΥ

ΤΖΑΜΑΣ

Αἴ, εἶσ’ εὐχαριστημένη;

ΣΤΥΛΙΑΝΗ

Ἀκοῦς, λέει.

ΤΖΑΜΑΣ

Τόσο τὸ καλλίτερο.

ΣΤΥΛΙΑΝΗ

Αὔριο νὰ ἰδῇς πῶς θὰ τὴ στολίσω· δὲ θὰ τὴ γνωρίσῃς.

ΤΖΑΜΑΣ

Μακάρι!

ΜΑΓΚΑΝΟΣ ἰδίᾳ

Μπᾶ, τὴν καϋμένη! νὰ μὴ τὴν καταλάβω τόσον καιρό!

ΤΖΑΜΑΣ

Πάμε τώρα μέσα, γιατὶ ἐδῶ κάνει μιὰ ζέστη ποῦ σκάζει ὁ τζίτζικας.

ΜΑΓΚΑΝΟΣ

Ἐγὼ λέω νὰ πάμε γιὰ τοὺς γιατροὺς, γιατὶ καθὼς βλέπω...

ΤΖΑΜΑΣ ὠθῶν αὐτὸν πρὸς τὴν θύραν

Βρὲ κάνε δουλειά σου καὶ τὴν ξέρω ἐγὼ τὴν ἁδερφή μου.


ΣΚΗΝΗ Ζ΄.
ΣΤΥΛΙΑΝΗ, μόνη περιχαρὴς

Καὶ τὶ νὰ σοῦ πρωτοκάνω, πεθεροῦλά μου; Καλὲ ἔχω πεθερὰ, εἶνε ’δική μου· θὰ τὴν ἔχω ὅλη τὴν ἡμέρα ἐδῷ νὰ τῇς λέω τῇς χαραῖς μου, τὰ βάσανά μου. Ἄχ, πεθεροῦλά μου, μάτια μου, εὐτυχία μου. Στάσου νὰ σὲ στολίσω ἐγὼ ποῦ νὰ χάνῃ τὸ νοῦ του ὅποιος σὲ βλέπει. (Ἀποβάλλει τὸ περιδέραιον αὐτῆς καὶ περιβάλλει δι’ αὐτοῦ τὸν λαιμὸν τοῦ ἀγάλματος) Πῶς σοῦ πάει! καὶ πῶς σοῦ πάει! Στάσου νὰ σοῦ βάλω καὶ φακιόλι.... τί; φακιόλι; ἀμ’ δὲν εἶσαι σὺ γιὰ νἆσαι πλακιώτισα, πεθεροῦλά μου·


164