Αἴ, εἶσ’ εὐχαριστημένη;
Ἀκοῦς, λέει.
Τόσο τὸ καλλίτερο.
Αὔριο νὰ ἰδῇς πῶς θὰ τὴ στολίσω· δὲ θὰ τὴ γνωρίσῃς.
Μακάρι!
Μπᾶ, τὴν καϋμένη! νὰ μὴ τὴν καταλάβω τόσον καιρό!
Πάμε τώρα μέσα, γιατὶ ἐδῶ κάνει μιὰ ζέστη ποῦ σκάζει ὁ τζίτζικας.
Ἐγὼ λέω νὰ πάμε γιὰ τοὺς γιατροὺς, γιατὶ καθὼς βλέπω...
Βρὲ κάνε δουλειά σου καὶ τὴν ξέρω ἐγὼ τὴν ἁδερφή μου.
Καὶ τὶ νὰ σοῦ πρωτοκάνω, πεθεροῦλά μου; Καλὲ ἔχω πεθερὰ, εἶνε ’δική μου· θὰ τὴν ἔχω ὅλη τὴν ἡμέρα ἐδῷ νὰ τῇς λέω τῇς χαραῖς μου, τὰ βάσανά μου. Ἄχ, πεθεροῦλά μου, μάτια μου, εὐτυχία μου. Στάσου νὰ σὲ στολίσω ἐγὼ ποῦ νὰ χάνῃ τὸ νοῦ του ὅποιος σὲ βλέπει. (Ἀποβάλλει τὸ περιδέραιον αὐτῆς καὶ περιβάλλει δι’ αὐτοῦ τὸν λαιμὸν τοῦ ἀγάλματος) Πῶς σοῦ πάει! καὶ πῶς σοῦ πάει! Στάσου νὰ σοῦ βάλω καὶ φακιόλι.... τί; φακιόλι; ἀμ’ δὲν εἶσαι σὺ γιὰ νἆσαι πλακιώτισα, πεθεροῦλά μου·