Αὐτό; ἡ μάνα σου.
Αἴ;
Δὲν ἤθελε μιὰ πεθερὰ ἡ γυναῖκά σου; ποῦ νὰ πᾶμε νὰ ξεθάψουμε τὴ μακαρίτισσα. Θυμήθηκα πῶς ὁ Γιάννης τοῦ Μανώλη εἶχε αὐτὸ τὸ ἄγαλμα μέσ’ τὸ ὑπόγειό του καὶ ’πῆγα καὶ τ’ ἀγόρασα· δὲν ἔχει καὶ ἀκριβὰ, πέντε δραχμαῖς μονάχα, τοῦ λείπει ἕνα χέρι, μὰ δὲ φαίνεται. Ἄγαλμα ὅμως, θεός! αἴ;
Σπῦρο, ἡ γυναῖκά μου δὲν εἶνε καλά.
Τίνος τὸ λὲς, ἐμένα; ἐγὼ μὲ πρώτης τὴν κατάλαβα· νὰ εἶσαι ὅμως εὐχαριστημένος πῶς αὐτὴ μονάχα εἶνε ἡ ἀρρώστια της. Κανένα δὲ βλάφτει· πεθερά θέλει· νὰ, ἔχει τώρα. Κύτταξέ την χαρά!
Σπῦρο, Σπῦρο, δὲ μ’ ἀρέσουν αὐτά. Κἄτι ἔπαθε ἡ γυναῖκά μου.
Τὴ δουλειά σου· θὰ τῆς περάσῃ· θὰ τὴ φιλήσῃ μιὰ, θὰ τὴ φιλήσῃ δύο, θὰ τὴ φιλήσῃ τρεῖς, ἔπειτα θὰ τὴ βαρεθῇ καὶ θὰ ἡσυχάσῃ.
Καλά.
Τί θέλεις ἐσὺ, τ’ ἀγώγι σου; Νὰ καὶ σὺ, κὺρ συμπέθερε.
Δίδει χρήματα τῷ ἀχθοφόρῷ ὅστις χαιρετίζει καὶ ἀπέρχεται
Ἂχ, Τάσσο μου, χίλια καλὰ νἄχῃς ποῦ μοὔφερες ὅ τι σοῦ ’ζήτησα.