Γιὰ νὰ σοῦ εἰπῶ, γυναῖκα, εἶμαι καλὸς καλὸς μὰ ὅταν μὲ παραφουσκόσουν ἀνάβω. Τί ἀνοησίαις εἶνε αὐταῖς ποῦ λές; Κύτταξε ν’ ἀφήσῃς αὐταῖς τῇς ἰδέαις, γιατὶ αἴ, δὲ θέλω καὶ πολὺ γιὰ ν’ ἀνάψω. Ἐγὼ σ’ ἔχω κυρὰ μέσ’ ’ς τὸ σπίτι μου, τίποτε δὲ σοῦ λείπει, σ’ ἀγαπῶ σὰν τὴν πρώτη ’μέρα ποῦ παντρευτήκαμε κ’ ἐσὺ ἔρχεσαι μ’ αὐταῖς τῇς ἀνοησίαις νά μοῦ χαλάσῃς ὅλη μου τὴν ἡσυχία; Καὶ νὰ ’γύρευες τίποτε σωστὸ, ’ς τὸ διάολο, δὲ θὰ ’μιλοῦσα· μὰ νὰ γυρεύῃς πεθερὰ, ὅταν ξέρῃς πῶς πέθανε ἡ μάνα μου; ἀμ’ ἂν σ’ ἀκούσῃ καὶ κανεὶς τί θὰ εἰπῇ; θὰ σὲ πάρῃ γιὰ τρελλὴ.....Νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα πρᾶμμα; ὅλα κι’ ὅλα, μὰ τρελλὴ γυναῖκα δὲν τὴν θέλω καὶ ξέρε το.
Δὲ φταῖτε σεῖς, φταίω ’γὼ ποῦ τὤβγαλ’ ἀπ’ τὸ στόμα μου...
Πάλι;
Ἅχ, πεθεροῦλα μου, ποῦ εἶσαι, πεθερά μου;
Ἆ, μὰ ἔχασα πλέον τὴν ὑπομονὴ καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι.....
Αἴ, ποῦ θὰ τὴν βάλῃς Στυλιανή;
Τί πρᾶμμα;