Σελίδα:Εστία Αριθμός 659.djvu/11

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
523
ΕΣΤΙΑ

τοῦ ἡλίου ἐτράπη εἰς ἀκατάσχετον φυγήν, ἀκούσας ὅτι ἐπήρχετο καὶ ὁ Ὀδυσσεύς, ὁ καπετὰν Γιαννάκης κατέκοψε διὰ τῆς πάλλας φεύγοντα τὸν υἱὸν τοῦ Βεϋράν, σχεδὸν τὴν αὐτὴν ὥραν καθ’ ἣν ὁ Γκούρας, ὀλίγον παρέκει, ἐφόνευσε τὸν Μεμὶς πασᾶν.

Μετὰ τὴν μάχην τῶν Βασιλικῶν ὁ καπετὰν Γιαννάκης ἐπέστρεψε πάλιν εἰς Ναύπακτον. Ἀλλ’ ἐκεῖ εἶχε φθάσει πρὸ μικροῦ ἐπιστολὴ τοῦ Λόντου, ζητοῦντος παρὰ τοῦ Σκαλτσοδήμου ἐπικουρίαν. Ὁ καπετὰν Γιαννάκης παραλαβὼν ἐκτὸς τῶν ἰδικῶν του παλληκαρίων καὶ διακόσια τοῦ Σκαλτσοδήμου, διεπεραιώθη εἰς τὴν ἀντίπεραν ἀκτὴν καὶ μετὰ τοῦ Λόντου ἐβάδισεν εἰς Σουδενά. Ἐπὶ ἕνα μῆνα ἔμενεν ἐκεῖ ἀναμένων τοὺς ἐχθρούς. Οὗτοι τῷ ὄντι, ὡς εἶχε διαδοθῆ, διῆλθεν ἐκεῖθεν, ἀλλὰ μαθόντες τὴν παρουσίαν τῶν Ρουμελιωτῶν ἔφυγον μακράν, χωρὶς νὰ ῥίψωσι τουφέκι. Οὕτω ὁ καπετὰν Γιαννάκης ἐπέστρεψε πάλιν εἰς Ναύπακτον.

Κατὰ τὸ 1824 ἄλλος Ρούμελη-βαλεσῆς, ὁ Δερβὶς πασᾶς μετὰ μυρίων ἀνδρῶν κατήρχετο ἀπειλητικὸς πρὸς τὰ Σάλωνα, Τὸν Ἰούλιον ἔφθασε πρὸ τῆς Ἄμπλιανης, μικροῦ χωρίου κειμένου μεταξύ Σαλώνων καὶ Γραβιᾶς. Οἱ ἐκεῖ ὁπλαρχηγοί, ὁ Σκαλτσοδῆμος μὲ τὸν καπετὰν Γιαννάκης ὁ Πανουργιᾶς, οἱ Κοντογιανναῖοι, ὁ Γιαννάκης Νοταρᾶς, ἔμενον διαφωνοῦντες περὶ τοῦ τόπου ὅν ἔπρεπε νὰ καταλάβωσι καὶ ὅλως ἀπρόθυμοι εἰς ἀντίστασιν. Ἀλλ’ ὁ Κίτσος Τζαβέλλας αἴφνης παρουσιασθεὶς μὲ τοὺς Σουλιώτας ἀνέλαβε τὴν ὅλην ἀρχηγίαν καὶ κατώρθωσε νὰ ἐπιβληθῇ καὶ νὰ τοποθετήσῃ ἕκαστον ὁπλαρχηγὸν ὅπου ἤθελε. Μόνον ὁ Σκαλτσοδῆμος ἐφάνη κατ’ ἀρχὰς δυσανασχετῶν κἄπως διὰ τὴν ὑπεροχὴν τοῦ Τζαβέλλα καὶ δὲν ἤθελε νὰ ὑπακούσῃ.

—Ἐγὼ θὰ πιάσω ὅπου θέλω. εἶπεν ὑπερηφάνως. —Πῶς τὸ λές, ὀρέ Σκαλτσᾶ; ἢ θὰ πιάσῃς ἐκεῖ ποῦ εἶπα ἢ θὰ πιάσῃς ἐδῶ κ’ ἐγὼ θὰ πάω ἐκεῖ, ἀπήντησεν ὁ Τζαβέλλας μὲ τὴν ἀλβανικὴν ἐκείνην προφοράν του.

Εἶχε δὲ οὗτος μετὰ τῶν παλληκαρίων του τὸ κινδυνωδέστερον μέρος, τὸ ἀμέσως ὑποκείμενον εἰς τὰς προσβολὰς τοῦ ἐχθροῦ. Ἦτο τοῦτο ἀπλούστατον μανδρὶ ποιμνιοστασίου ἐντὸς τοῦ ὁποίου. ἔθεσε τὰ παλληκάρια του, αὐτὸς δὲ ἵστατο ἔξωθεν καθὼς καὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς μάχης, ἀτάραχος εἰς τὰς περὶ αὐτὸν συριζούσας σφαίρας

Ὁ Σκαλτσοδῆμος ἐπείσθη τέλος καὶ κατέλαβε τὸ ὁρισθὲν αὐτῷ μέρος. Μετὰ μάχην πεισματώδη ἔτρεψαν εἰς ἄτακτον φυγὴν τοὺς στρατοὺς τοῦ Δερβὶς πασᾶ πρὸς τοὺς μύλους. Οἱ ἐπαναστάται ἐκυρίευσαν ὅλα τὰ πολεμεφόδια τῶν ἐχθρῶν, δύο πυροβόλα καινουργῆ ἐγκαταλειφθέντα παρ’ αὐτῶν ἐν τῇ φυγῇ, ἑπτὰ σημαίας καὶ τὴν σκηνὴν τοῦ Περκόφτσαλη, ὅλην χρυσοκέντητον.

Μετὰ τὴν ἄφιξιν τοῦ Ἰμπραὴμ ἐν Πελοποννήσῳ ὁ Λόντος ἐζήτησε πάλιν παρὰ τοῦ Σκαλτσοδήμου ἄνδρας πρὸς ἐνίσχυσιν τοῦ ἀποτεθαρρημένου σώματός του. Ὁ καπετὰν Γιαννάκης προθύμως ἐπτεραιώθη τὸ δεύτερον καὶ κατέλαβεν ὑπὸ τὸν Πελοποννήσῳ ὁπλαρχηγὸν τὸ Διακοφτόν. Μετ' ὀλίγον ἠναγκάσθησαν νὰ ὑποχωρήσωσιν ἐκεῖθεν πρὸ τῶν πολυαρίθμων δυνάμεων τοῦ ἐχθροῦ καὶ τότε ὁ καπετὰν Γιαννάκης ἐκλείσθη εἰς Μέγα Σπήλαιον. Ἐκεῖ ἔμενεν ἐπὶ δέκα ἡμέρας, φρουραρχοῦντος τοῦ Τούσα Μπότσαρη. Ἀφοῦ ὅμως εἰς τὸ διάστημα τοῦτο δὲν ἐφάνησαν οἱ ἐχθροὶ, ἐπέστρεψε πάλιν τῇ διαταγῇ τοῦ Μπότσαρη εἰς Ναύπακτον.

Ἤδη τὸ Μεσολόγγιον εἶχε πέσει εἰς τὰς χεῖρας τοῦ ἐχθροῦ. Ἐν σῶμα ἐκ πεντακισχιλίων τουρκαλβανῶν ὑπὸ τὸν Σούλτζα Κόρτζαν, προεπορεύετο τῆς μεγάλης στρατιᾶς τοῦ Κιουταχῆ, ὁδεῦον πρὸς τὰς Ἀθήνας. Εἰς τὸν δρόμον του ὅθεν διήρχετο κατέκαιε τὰ χωρία, συνελάμβανε καὶ διεσκόρπιζε τοὺς κατοίκους, ἀπεθάρρυνε καὶ ὑπέτασσε τοὺς ὁπλαργηγούς. Μόλις ἔφθασε πρὸ τῆς Ναυπάκτου ἐπετέθη καὶ διεσκόρπισεν εὐθύς ὡς φούκταν χώματος τοὺς ἐπαναστάτας καὶ ἔλυσε τὴν πολιορκίαν. Οἱ Κουτρουκαῖοι ἀπεσύρθησαν εἰς τὸν τόπον των, εἰς τὸ βιλαέτι τοῦ Μαλανδρίνου, ἵνα φροντίσωσι περὶ ἐξασφαλίσεως τῶν οἰκογενειῶν των. Ὅτε ὅμως τὴν ἑπομένην ἡμέραν ὁ Σούλτζα Κόρτζας ἐπλησίαζεν ἐκεῖ, συλλέξαντες ὀλίγα παλληκάρια, ἐπεχείρησαν μετὰ τοῦ Κατσικαπῆ νὰ τῷ κλείσωσι τὴν δίοδον εἰς Ντοβιάν, τὴν κάτωθεν τῆς Ξυλογαϊδάρας στενόχωρον πεδιάδα, καὶ ἀντέστησαν ὁλόκληρον ἡμέραν κατ’ αὐτοῦ. Ἀλλὰ βλέποντες ἀδύνατον πᾶσαν περαιτέρω προσπάθειαν ὑπεχώρησαν τὴν νύκτα εἰς Βιτρινίτσαν καὶ ἐκεῖθεν εἰς Γαλαξεῖδι. Μόλις ὅμως ἔφθασαν ἐκεῖ καὶ πεζοδρόμος, ἀπεσταλμένος παρὰ τοῦ Νάκου Πανουργιᾶ, ἐκάλεσεν αὐτοὺς εἰς Πεντεόρια.

Ὁ Νάκος Πανουργιᾶς ἦτο ἐκεῖ μετ’ ἄλλων ὁπλαρχηγῶν καὶ εἶχον ὅλοι σκοπὸν νὰ ἐμποδίσωσι τὴν δίοδον τῶν τουρκαλβανῶν. Ἀλλὰ διεφώνησαν οἱ ὁπλαρχηγοὶ περὶ τῆς θέσεως ἣν ἔπρεπε νὰ καταλάβωσιν. Οἱ μὲν ἄλλοι προέτεινον τὴν πρὸτοῦ χωρίου, ἐκκλησίαν Ἅγιος Γεώργιος τὴν ἤδη εἰς νεκροταφεῖον χρησιμεύουσαν καὶ τὰς οἰκίας τοῦ χωρίου, ὁπόθεν τοῖς ἦτο εὔκολος ἡ ὑποχώρησις ἐν ἀνάγκη, ὁ Νάκος ὅμως ἤθελε τὸ ἐπὶ τοῦ βουνοῦ τῆς Παναγίας παλαιόκαστρον, καὶ πρὸς τοῦτο ἀνεχώρησε μὲ τὰ ὑπ' αὐτὸν διακόσια παλληκάρια. Οἱ λοιποὶ ὁπλαρ-