Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/6

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
502
ΕΣΤΙΑ

παρχία θὰ εἶχε ἀντιπρόσωπόν της ἕνα ἄνδρα ἔντιμον! —Θὰ μοῦ χορηγήσητε τὴν τιμὴν νὰ σᾶς σφίγξω τὴν χεῖρα πρὸ τῆς μάχης;

Ἐμειδία χαριέντως καί πως συγκεκινημένος τείνων πρὸς τὸν Βερδιὲ τὴν χεῖρα, ἣν ὁ στρατιωτικὸς ἔσφιγξεν ἐν πάσῃ εἰλικρινείᾳ.

—Διάβολε! ἐσκέπτετο ὁ Δυκᾶς, καὶ χειραψίας! Οἱ ἐκλογεῖς δὲν θὰ καταλαμβάνουν πλέον τίποτε!

Καὶ παρετήρει εἰς τὰ πέριξ τῆς πλατείας τοὺς ἀπλοϊκοὺς κατοίκους του Δαμμαρὶ, οἵτινες τὰ μέγιστα ἠπόρουν διὰ τὴν χειραψίαν ἐκείνην μεταξύ ἀνδρῶν διαφόρων φρονημάτων. Ὁ κ. δὲ Μομβρὲν ἐχαιρέτισε τὸν Βερδιὲ καὶ ἀπεμακρύνετο πρὸς τὸ μέρος τοῦ Μελέν, ἀκολουθούμενος παρὰ του Ποτερμέ, ὅστις ἐβάδιζε μὲ ἦθος ὀργίλον ὄπισθεν τῆς ἰσχνῆς σκιᾶς τοῦ μαρκησίου μηκυνομένης ἐπὶ του ἐδάφους τῆς πλατείας.

—Ἐξαίρετος ἄνθρωπος! εἶπεν ὁ ταγματάρχης βλέπων αὐτὸν ἀπομακρυνόμενον.

—Δὲν εἶνε ἀνάγκη νά τὸ λέγητε αὐτό, φίλτατέ μου ταγματάρχα, εἶπεν ὁ Αἰμίλιος. Πρὸς ἐμὲ ἔστω!.. Ἀλλ’ ἂν σᾶς ἤκουον οἱ ἄλλοι!..

—Πῶς! Ἄν μὲ ἤκουον.... Καὶ τί ἂν μὲ ἤκουον;

—Εἶνε βασιλόφρων ὁ μαρκήσιος.

—Καλά! Τοῦτο δὲν ἐμποδίζει ἀπὸ τοῦ νὰ εἶνε ἐξαίρετος ἄνθρωπος.

—Ἐρωτήσατε καὶ τὸν κ. Φουρνερέλ, εἶπεν ὁ νέος ὡς νὰ ἤθελε νά ἐξαιρέσῃ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὴν συζήτησιν.

Καὶ ὁ πρώην στρατιώτης πράγματι ἦτο τῆς γνώμης ὅτι ὁ «κύριος» εἶχεν ἄδικον. Ἦτο βέβαιον ὅτι τοιαῦται χειραψίαι θὰ ἔκαμνον κακὴν ἐντύπωσιν. Καὶ πάλιν, ἂν ὁ μαρκήσιος ἦτο μόνος! Ἀλλ’ ὁ Ποτερμέ!... νὰ ὁμιλήσῃ πρὸς τὸν Ποτερμέ,.. νὰ γνωρίζῃ τὸν Ποτερμέ!..

—Ἀλλά, εἶπεν ὁ Βερδιέ, ἐγὼ δὲν γνωρίζω καθόλου τὸν Ποτερμέ. Ποῖος εἶνε αὐτὸς ὁ Ποτερμέ;

—Ὁ πρῷην ἐκλογικὸς πράκτωρ τοῦ Δυλωριέ καὶ τοῦ Βαλλεδιέ!

Τὰ ὀνόματα ἐκεῖνα ἤκουεν ὁ Βερδιὲ ὡς λέξεις γλώσσης ἀγνώστου. Ὁ Βαλλεδιέ! Ὁ Δυλωριέ! Ὁ Ποτερμέ! Οὐδέποτε εἰς τὴν ζωήν του εἶχεν ἀκούσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα.

—Αἴ λοιπόν; τί εἶχα νὰ κάμω ἐγὼ μὲ τὸν Βαλλεδιὲ καὶ μὲ τὸν Δυλωριέ; Μήπως εἰξεύρω κἂν ποῖος εἶνε;

—Ταγματάρχα, εἶπεν ὁ νέος Δυκᾶς, ἐν τῇ τακτικῇ τῶν ἐκλογῶν, ὅπως καὶ εἰς τὰς ἐπαναστάσεις, τὰ πάντα ἔχουσι σημασίαν... τὰ πάντα! Καὶ δὲν ἐγγυῶμαι ὅτι μίαν ἡμέραν καὶ σεῖς δὲν θὰ μετανοήσητε διὰ τὴν χειραψίαν σας αὐτὴν μετὰ τοῦ κ. δὲ Μομβρέν!

—Οὐδέποτε μετανοεῖ τις, φίλτατε κύριε, εἶπεν ἁπλῶς ὁ Βερδιέ, διότι ἔσφιγξε τὴν χεῖρα ἑνὸς ἀνδρὸς ἐντίμου.

Ὁ Δυκᾶς ἄφησε νὰ τὸν διαφύγῃ κίνημά τι σημαῖνον: «Ὅπως ἀγαπᾶτε· αὐτὸ ἐνδιαφέρει σᾶς!»

—Καὶ τώρα, εἶπεν ὁ Φουρνερέλ, ἂς ὑπάγωμεν νὰ ἐπισκεφθῶμεν τὰ μαγαζειά.

Οἱ κανονικοὶ καὶ ἔρρυθμοι πυροβολισμοὶ τοῦ πλησιοχώρου σκοπευτηρίου ἀντήχουν πάντοτε κατὰ συχνότερα διαλείμματα.

Ὁ δὲ Μομβρὲν εἶχεν ἤδη γείνει ἄφαντοι μετὰ τοῦ Ποτερμέ, εἰς τὴν γωνίαν δὲ ἀκριβῶς τῆς ὁδοῦ, δι’ ἧς ἀπῆλθεν, ἐφάνη ἀνήρ τις φέρων ἐξηρτημένους παρὰ τὸ πλευρόν του ἀπὸ δερματίνου σάκκου σωροὺς ἐφημερίδων, φορῶν δὲ εἰς τὴν κεφαλὴν πῖλον δερμάτινον μὲ ταινίαν πορφυρᾶν πέριξ αὐτοῦ, ἐφ’ ἧς διὰ μελανῶν γραμμάτων ἐσημειοῦτο ὁ τίτλος τῆς ἐφημερίδος τοῦ Γκαρούς: Ὁ Ἔγχελυς τοῦ Μελέν.

Μὲ φωνὴν βραγχνὴν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἐκραύγαζεν ἐν τῇ βαθείᾳ σιγῇ τῇ ἐπικρατούσῃ ἐπὶ τῆς ἡλιοφωτίστου πλατείας:

—Ἐφημερίδες τῶν Παρισίων!.. Ἡ νέα ἐφημερὶς τοῦ διαμερίσματος... Ὁ Ἔγχελυς!

Ὁ Δυκᾶς παρετήρησεν ὅτι ὁ ταγματάρχης ἀκούσας τὸ ὄνομα ἐκεῖνο ἐγένετο ὠχρότατος. Ὁ Ἔγχελυς τοῦ Μελέν! Ὁ Βερδιὲ ἐνθυμεῖτο τὴν μωρὰν ἀστειότητα, τὸ αὔθαδες ἄρθρον, ὅπερ εἶχεν ἀναγνώσει τὴν πρωΐαν ἐντὸς τοῦ κήπου. Ἡ ἰδέα δὲ ὅτι ὁ πωλητὴς αὐτῶν εἶχε τὰ θυλάκια πλήρη ἐκ τῶν ἐξυβριστικῶν ἐκείνων φύλλων, ὅτι διέσπειρεν, ἐπώλει, ὡς ἔμπορος πωλῶν δηλητηριώδεις οὐσίας, τὴν ἠλίθιον συκοφαντία καὶ τοὺς ἀγρίους χλευασμοὺς ἐνέπνεεν εἰς τὸν στρατιωτικὸν τὴν ὄρεξιν νὰ ὑπάγῃ ν’ ἁρπάσῃ τὰ μιαρὰ ἐκεῖνα φύλλα καὶ νὰ τοῦ τὰ ρίψῃ διεσχισμένα κατὰ πρόσωπον.

—Ποῖος εἶνε αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος; ἠρώτησεν ὁ Βερδιὲ τὸν Φουρνερέλ.

—Ποῖος; ὁ ἐφημεριδοπώλης;

—Ναί.

—Τὸν γνωρίζετε, κύριε ταγματάρχα, σᾶς ὡμίλησα δι' αὐτόν· εἶνε πρώην στρατιώτης τῆς πυροβολαρχίας μας, ὁ Πονίς!

—Ὁ Πονίς; εἶπεν ὁ ταγματάρχης εἰς ὅν τὸ ὄνομα ἐκεῖνο ἐξήγειρε τὴν φορὰν ταύτην μίαν ἀνάμνησιν. Ἐκεῖνος ποῦ ἐπήγαινε συχνὰ εἰς τὴν φυλακήν;

— Δὲν εἶνε κακός, κύριε ταγματάρχα. Ἔχει μόνον τὸ ἐλάττωμα ν’ ἀγαπᾷ τὸ κρασὶ ὁ Πονίς... Τὸ τσούζει δυνατά!.. καὶ τότε κάμνει καμμίαν ἀταξίαν!..

Ὁ πωλητὴς ἐξηκολούθει νὰ κραυγάζῃ μὲ τὴν οἰνοβαρῆ φωνήν του.

—Ἐφημερίδες τῶν Παρισίων!.. Ἡ νέα ἐ-