Σελίδα:Εστία Αριθμός 658.djvu/5

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
501
ΕΣΤΙΑ


Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ
Μυθιστορία Ἰουλίου Κλαρετῆ. — Μετάφρασις Χ. Α.

(Συνέχεια· ἴδε προηγούμενον φύλλον).

Ἤδη, ἐνῷ ἐμηκύνοντο αἱ σκιαί των ἐπὶ τῆς λευκαζούσης ἐκ τοῦ ἡλίου ὁδοῦ, κονιορτώδους ὡς ὁδοῦ τῆς Ἰταλίας, ὁ ὑποψήφιος καὶ ὁ ἐκλογικὸς αὐτοῦ πράκτωρ διήρχοντο διὰ του χωρίου καὶ ἔφθανον εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ Δημαρχείου.

Τὸ νέον οἰκοδόμημα του δημαρχείου ἀνηγείρετο αὐτόθι, παρὰ τὸν ναόν, ἀρχαίαν μονήν, μεταξὺ πλείστων ὁδῶν ἀποληγουσῶν ἐκεῖ εἰς τὸ αὐτὸ κέντρον ὡς τόσαι μικραὶ ἀρτηρίαι. ΙΙέριξ τῆς ἐρυθρᾶς καὶ λευκῆς προσόψεως τοῦ δημαρχείου συνεκεντροῦτο πᾶσα ἡ ζωὴ τοῦ Δαμμαρί οἰνοπῶλαι, καφεπῶλαι, ἀρτοποιοί, πωληταὶ ἀποικιακῶν, εἰκόνων, ἀθυρμάτων. Βαθμηδόν, ἅμα τῷ κρότῳ τῶν βημάτων τῶν δύο ὁδοιπόρων, παρὰ τὰς φλογερὰς ἀκτῖνας του ἡλίου καθέτως πιπτούσας ἐπὶ τῆς μικρᾶς πλατείας, τὰ ἐργαστήρια ἠνοίγοντο, ὁ καφεπώλης προσεκάλει ἔξω τούς πελάτας του, ὅλοι ἔτειναν πρὸς τὰ ἐμπρὸς τὴν κεφαλήν, ὁ παντοπώλης προσήρχετο νὰ ἴδῃ καί τινες πλησιάζοντες ἔσβυνον τὴν καπνοσύριγγά των διὰ νὰ συνομιλήσωσι μὲ «τὸν ὑποψήφιον τῆς κυρίας Ἑρβλαί.»

Ἠκούοντο ἐκεῖ πλησίον κανονικαὶ σχεδὸν αἱ ἐκπυρσοκροτήσεις τῶν πυροβολισμῶν, οὓς ἔρριπτον οἱ ζωγράφοι τοῦ Βαρβιζὼν βάλλοντες ἔν τινι πλησιοχώρῳ σκοπευτηρίῳ πρὸς τὸ μέρος του Σαλλύ.

Ἐνῷ ὁ Βερδιὲ διήρχετο διὰ τῆς πλατείας, ἀνήρ τις κομψός, μὲ γένειον φαιόν, ὅστις ἐξήρχετο ἔκ τινος οἰκίας κειμένης πλησίον τοῦ ναοῦ, ἐσταμάτησεν ὅπως παρατηρήσῃ τὸν ταγματάρχην ἐρχόμενον ἀκριβῶς πρὸς τὸ μέρος του. Γερόντιόν τι συνοδεῦον αὐτόν, δεικνύον τον Βερδιὲ ἐψιθύρισεν: «Εἶνε ὁ δημοκρατικὸς ὑποψήφιος!»

Ὅτε ὁ ταγματάρχης εὑρίσκετο εἰς ἀπόστασιν δύο βημάτων ἀπ’ αὐτοῦ, ὁ ἄγνωστος τον ἐχαιρέτισε μετὰ κινήματος πλήρους εὐγενείας, λέγων ὅτι θὰ ἔλεγε περίπου ἀξιωματικὸς πρὸ τῆς μάχης του Φοντενοά:

—Ταγματάρχα, χαίρω πολὺ διότι δύναμαι νὰ σᾶς ἐκφράσω ὅλην τὴν πρὸς ὑμᾶς ὑπόληψίν μου, πρὶν σᾶς καταπολεμήσω μὲ ὅλας μου τὰς δυνάμεις.

Ὁ Βερδιὲ ἀρκούντως ἐκπλαγεὶς ἀπεκαλύφθη καὶ παρετήρησε τὸν πρὸς αὐτὸν λαλοῦντα. Τὸν ἀνεγνώρισεν ἀορίστως. Εὕρισκεν ὅτι ὡμοίαζε κἄπως πρὸς τὸν Ἑρρῖκον Δ΄. Εἶχε τὸ αὐτὸ ἱππότικὸν ἦθος τοῦ βασιλέως ἐκείνου, καὶ τὸν ἀγκιστροειδῆ μύστακα· πλὴν τὸ βλέμμα του περιεῖχε μελαγχολίαν καί ἡ φωνή του θλιβερόν τι γόητρον.

—Πρὸς ποῖον ἔχω τὴν τιμὴν νὰ ὁμιλῶ, κύριε;...

—Ὑπήρξατε ὁ λοχαγὸς του υἱοῦ μου. Εἶμαι ὁ μαρκήσιος δὲ Μομβρέν.

Ὁ ταγματάρχης λίαν ἐχάρη ἀνευρίσκων τὸν πατέρα τοῦ ἀξιολόγου νέου, τον ὁποῖον εἶδε τόσον ἀνδρείως ἀγωνισθέντα παρὰ τὸν Λείγηρα καὶ λησμονῶν ὅτι ὁ μαρκήσιο; ἦτο ἀντίπαλός του—καίτοι ὁ κ. δὲ Μομβρὲν δὲν συγκατετίθετο νὰ θέσῃ τὴν ὑποψηφιότητά του, —ἤρχισε νὰ συνομιλῇ πρὸς στιγμὴν μετ’ αὐτοῦ ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν οἰκιῶν, ἤτις ἐσχημάτιζε μέλαιναν ζώνην ἐπὶ τῆς ἀποτυφλούσης ἐπιφανείας τῆς πλατείας.

Ὁ Αἰμίλιος Δυκᾶς εὕρισκεν ὅτε ὁ Βερδιὲ οὕτω φερόμενος ἔσφαλλε περὶ τὴν τακτικὴν. Τὰ πρόσωπα τῶν παρὰ τούς οὐδοὺς τῶν θυρῶν θεατῶν ἐφαίνοντο ἐκπεπληγμένα. Ἐδακτυλοδείκτουν τὸν ὑποψήφιον τῆς κυρίας Ἑρβλαί συνομιλοῦντα οἰκείως μετὰ τοῦ μαρκησίου. Καὶ ἄν ἦτο μόνος ὁ μαρκήσιος, ὑπομονή! Ἀλλ’ ἦτο παρὼν καὶ ὁ ἄλλοτε γραμματεὺς τῆς δημαρχίας ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τῆς αὐτοκρατορίας, ὁ Ποτερμέ, ὁ μικρόσωμος ἀνήρ, ὅστις παρηκολούθει τὸν κ. δὲ Μομβρέν. Προφανῶς ὁ ταγματάρχης ἠγνόει τὸ παρελθὸν του Ποτερμὲ καί δὲν ἐγνώριζεν ὅτι ἦτο τὸ ὄργανον ἄλλοτε πάντων τῶν κυβερνητικῶν ὑποψηφίων, διὰ πολλῶν ἐξευτελισμῶν κατορθώσας νὰ παρασημοφορηθῇ.

Ὁ Δυκᾶς εὐχερῶς ἐμάντευε τὴν ἔκπληξιν τῶν κατοίκων τοῦ Δαμμαρὶ καί ὁ Φουρνερὲλ ὅστις μὲ τούς ὀστεώδεις δακτύλους του συνέστρεφε τον μύστακα ἐψιθύριζε:

—Σφάλμα κάμνει ὁ ταγματάρχης! Δὲν πρέπει νὰ φαίνεται μαζί μὲ τον Ποτερμὲ ἐμπρὸς εἰς ὅλον τὸν κόσμον!

Ὁ Ποτερμὲ ὅμως ἐδεικνύετο ἐπιφυλακτικὸς καὶ παρετήρει μετά τινος δυσπιστίας τὸν Βερδιὲ συνομιλοῦντα ἀφελῶς μετὰ του Μομβρὲν περὶ τοῦ Ροβέρτου καί λέγοντα πρὸς αὐτόν πόσον ἐχάρη ἐπανιδὼν αὐτόν. Οὐδὲ λέξιν ἀντήλλαξαν περὶ πολιτικῆς.

Καί ὅμως οἱ ψιθυρισμοί δὲν ἔπαυον πέριξ τῆς πλατείας, ὁ δὲ παντοπώλης δὲν ἠδύνατο νὰ πιστεύσῃ ὅ, τι ἔβλεπεν: «Εἶνε δυνατόν!... Γνωρίζει τὸν κ. δὲ Μομβρέν!... Καί τί νὰ λέγουν τάχα;»

—Ταγματάρχα, εἶπεν ὁ μαρκήσιος μετά τινας στιγμάς, λυποῦμαι διότι ἀπεποιήθην νὰ θέσω τὴν ὑποψηφιότητά μου εἰς τὸ ἐκλογικὸν αὐτὸ διαμέρισμα, διότι θὰ εἶχα τὴν τιμὴν νὰ ἔχω ὑμᾶς ὡς ἀντίπαλον. Ἄν ἤθελον ἡττηθῆ, θὰ ἤμην τοὐλάχιστον βέβαιος ὅτι ἡ μικρά μας ἐ-